θανατικός: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[θανατικός]], -ή, -όν) [[θάνατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική [[ποινή]]» β. «θανατική [[δίκη]]» — [[δίκη]] [[κατά]] την οποία η [[απόφαση]] [[περί]] ενοχής του κατηγορουμένου συνεπάγεται [[καταδίκη]] του σε θάνατο, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θανατικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[θανατηφόρος]] [[επιδημία]], [[λοιμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοιραίος]], [[ολέθριος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θανατικῶς</i> (Μ)<br />με θανατικό τρόπο («θανατικῶς λέγεσθαι», <b>Ευστ.</b>).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[θανατικός]], -ή, -όν) [[θάνατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική [[ποινή]]» β. «θανατική [[δίκη]]» — [[δίκη]] [[κατά]] την οποία η [[απόφαση]] [[περί]] ενοχής του κατηγορουμένου συνεπάγεται [[καταδίκη]] του σε θάνατο, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θανατικό</i>(<i>ν</i>)<br />[[θανατηφόρος]] [[επιδημία]], [[λοιμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μοιραίος]], [[ολέθριος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θανατικῶς</i> (Μ)<br />με θανατικό τρόπο («θανατικῶς λέγεσθαι», <b>Ευστ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''θᾰνᾰτικός:''' -ή, -όν, [[θανατηφόρος]]· θανατικὴ [[δίκη]], [[ποινή]] θανάτου, σε Πλούτ.
}}
}}