ἴδμων: Difference between revisions

5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴδμων]], -ον (Α)<br />[[έμπειρος]], [[γνώστης]] κάποιου πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ίδ</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fίδ</i>-<i>μων</i>), παράγωγο του [[οίδα]] «[[γνωρίζω]]», εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ιδ</i>- της ρίζας <i>Fειδ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[είδος]]) και συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. <i>vidman</i> «[[φρόνηση]]»].
|mltxt=[[ἴδμων]], -ον (Α)<br />[[έμπειρος]], [[γνώστης]] κάποιου πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ίδ</i>-<i>μων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fίδ</i>-<i>μων</i>), παράγωγο του [[οίδα]] «[[γνωρίζω]]», εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ιδ</i>- της ρίζας <i>Fειδ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[είδος]]) και συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. <i>vidman</i> «[[φρόνηση]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴδμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[ἴδμεν]]), [[πεπειραμένος]], [[έμπειρος]], ειδήμων· <i>τινός</i>, σε [[κάτι]], σε Ανθ.
}}
}}