ἱλήκω: Difference between revisions

5
(17)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱλήκω]] (Α)<br />(για θεό) [[είμαι]] [[ευμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. του [[ἱλάσκομαι]] που μαρτυρείται με τη [[μορφή]] <i>ἱλήκῃσι</i> (υποτ. παρακμ.) μια [[φορά]] στον Όμηρο. Απαντά και ευκτ. παρακμ. <i>ἱλήκοις</i>, <i>ἱλήκοι</i>, <i>ἱλήκοιτε</i>].
|mltxt=[[ἱλήκω]] (Α)<br />(για θεό) [[είμαι]] [[ευμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρακμ. του [[ἱλάσκομαι]] που μαρτυρείται με τη [[μορφή]] <i>ἱλήκῃσι</i> (υποτ. παρακμ.) μια [[φορά]] στον Όμηρο. Απαντά και ευκτ. παρακμ. <i>ἱλήκοις</i>, <i>ἱλήκοι</i>, <i>ἱλήκοιτε</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱλήκω:''' [ῑ] ([[ἵλαος]]), είμαι [[ευμενής]], [[διάκειμαι]] ευνοϊκά, εἴκεν [[Ἀπόλλων]] [[ἡμῖν]] [[ἱλήκῃσι]] (Επικ. γʹ ενικ. υποτ.), σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}