θυνέω: Difference between revisions

133 bytes added ,  30 December 2018
5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυνέω]] (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον <b>Ησίοδ.</b>) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[σπεύδω]] (α. «δελφῑνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[θύνω]]].
|mltxt=[[θυνέω]] (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον <b>Ησίοδ.</b>) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[σπεύδω]] (α. «δελφῑνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[θύνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῡνέω:''' = [[θύνω]], μόνο στον παρατ., [[ορμώ]], [[σπεύδω]], σε Ησίοδ.
}}
}}