3,271,347
edits
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[ιξεύτρια]] (Α [[ἰξευτής]], δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. [[ἰξεύτρια]]) [[ιξεύω]]<br />αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με [[ιξόβεργα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιξευτικός]] («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[ἰξεύτρια]]<br />α) επίθ. της Τύχης<br />β) [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]]. | |mltxt=ο, θηλ. [[ιξεύτρια]] (Α [[ἰξευτής]], δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. [[ἰξεύτρια]]) [[ιξεύω]]<br />αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με [[ιξόβεργα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιξευτικός]] («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[ἰξεύτρια]]<br />α) επίθ. της Τύχης<br />β) [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[καρυοφυλλίδες]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰξευτής:''' -οῦ, ὁ ([[ἰξεύω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[κυνηγός]] πουλιών, αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ορνιθοθήρας]], σε Βίωνα, Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., αυτός που πιάνει πουλιά με ξώβεργες, [[ιξευτικός]], στο ίδ. | |||
}} | }} |