3,274,913
edits
(17) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰάσιμος]], ιων. τ. [[ἰήσιμος]], -ον)<br />(για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο [[θεραπεύσιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ [[θεός]], ἀλλ' [[ὅμως]] [[ἰάσιμος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ίασις</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βρώσ</i>-<i>ιμος</i>, <i>πόσ</i>-<i>ιμος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἰάσιμος]], ιων. τ. [[ἰήσιμος]], -ον)<br />(για πρόσ. ή για τραύματα) αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο [[θεραπεύσιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταπραΰνεται εύκολα («δεινὴ γὰρ ἡ [[θεός]], ἀλλ' [[ὅμως]] [[ἰάσιμος]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ίασις</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βρώσ</i>-<i>ιμος</i>, <i>πόσ</i>-<i>ιμος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰάσιμος:''' [ῑᾱ], -ον ([[ἰάομαι]]), αυτός που μπορεί να γιατρευτεί, [[θεραπεύσιμος]], αντίθ. προς το [[ἀνίατος]], σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· μεταφ., αυτός που καταπραΰνεται εύκολα, σε Ευρ. | |||
}} | }} |