ἴξαλος: Difference between revisions

5
(17)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἴξαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ίξαλος]]<br />[[γένος]] σπονδυλωτών της οικογένειας ρανίδες<br /><b>αρχ.</b><br />(επίθ. τών άγριων κατσικιών)<br /><b>1.</b> αυτός που πηδάει, ο [[ακμαίος]], ο [[ζωηρός]] («[[τόξον]] ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ευνουχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μικρασιατικής προελεύσεως λ. άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιξαλή]]].
|mltxt=-ο (Α [[ἴξαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ίξαλος]]<br />[[γένος]] σπονδυλωτών της οικογένειας ρανίδες<br /><b>αρχ.</b><br />(επίθ. τών άγριων κατσικιών)<br /><b>1.</b> αυτός που πηδάει, ο [[ακμαίος]], ο [[ζωηρός]] («[[τόξον]] ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ευνουχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μικρασιατικής προελεύσεως λ. άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιξαλή]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἴξᾰλος:''' -ον, επίθ., που αναφέρεται στο [[αγριοκάτσικο]] (βλ. [[αἴξ]])· αυτό που πηδά, ορμητικό, αυτό που σκιρτά, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}