καινοπηγής: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινοπηγής]], -ές (Α)<br />ο πρόσφατα κατασκευασμένος, [[καινούργιος]] («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[δημιουργώ]], [[κατασκευάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ναυ</i>-<i>πηγής</i>, <i>νεο</i>-<i>πηγής</i>].
|mltxt=[[καινοπηγής]], -ές (Α)<br />ο πρόσφατα κατασκευασμένος, [[καινούργιος]] («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[δημιουργώ]], [[κατασκευάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ναυ</i>-<i>πηγής</i>, <i>νεο</i>-<i>πηγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καινοπηγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), πρόσφατα ενωμένος, νεοδημιουργημένος, σε Αισχύλ.
}}
}}