ἰσόθεος: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόθεος]], -ον)<br />[[ίσος]] με θεό (α. «[[ισόθεος]] [[βασιλιάς]]» β. «[[ἰσόθεος]] φώς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αρμόζει σε θεό («ισόθεες τιμές»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ίσος]] με αυτόν που ανήκει, που αρμόζει σε θεό («[[ἰσόθεος]] [[τυραννίς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) αποτελεσματικό<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἰσόθεον</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε θεό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοθέως</i> (Α)<br /><b>πάπ.</b> με ισόθεο τρόπο.
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόθεος]], -ον)<br />[[ίσος]] με θεό (α. «[[ισόθεος]] [[βασιλιάς]]» β. «[[ἰσόθεος]] φώς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αρμόζει σε θεό («ισόθεες τιμές»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ίσος]] με αυτόν που ανήκει, που αρμόζει σε θεό («[[ἰσόθεος]] [[τυραννίς]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) αποτελεσματικό<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἰσόθεον</i><br />με τρόπο που αρμόζει σε θεό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοθέως</i> (Α)<br /><b>πάπ.</b> με ισόθεο τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰσόθεος:''' -ον, αυτός που είναι [[ίσος]] με τους θεούς, σε Όμηρ., Αττ.
}}
}}