3,274,919
edits
(18) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καθάπτω]], Α ιων. τ. κατάπτω)<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] δύο πράγματα, [[συνδέω]], [[προσδένω]] το ένα [[πάνω]] στο [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) [[καθάπτομαι]]<br />[[θίγω]], [[προσβάλλω]], [[διασύρω]], επιτίθεμαι (α. «το [[δημοσίευμα]] καθάπτεται της [[τιμής]] του στρατηγού» β. «[[ἴσως]] ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο λέγοντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[περιβάλλω]] («καθῆψεν ὤμοις... [[ἀμφίβληστρον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στερεώνω]] («τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῡρα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> προσκολλώμαι σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[σφίγγω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («καθάπτειν τῆς χειρός τινος», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[καθάπτομαι]]<br />α) ντύνομαι, περιβάλλομαι με [[κάτι]] («σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[μιλώ]] σε κάποιον, απευθύνομαι σε κάποιον («γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) [[επιπλήττω]] κάποιον, [[κάνω]] [[παρατήρηση]]<br />δ) (με στρατ. [[έννοια]]) επιτίθεμαι<br />ε) επικαλούμαι κάποιον («θεῶν... καταπτόμενος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) [[αγγίζω]] («βρέφεος χείρεσσι καταπτόμενος», <b>Θεόκρ.</b>)<br />ζ) [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] («καθάπτεσθαι ψόφου», Ιπποκρ.)<br />η) <b>φρ.</b> «[[καθάπτομαι]] ἐπέεσσι»<br />i) [[μιλώ]] σε κάποιον με καλά ή με άσχημα [[λόγια]] («μαλακοῑσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />ii) [[ονειδίζω]], [[κατηγορώ]] («ἐπέεσσι καθάπτετο θοῡρον Ἄρηα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[άπτω]]]. | |mltxt=(AM [[καθάπτω]], Α ιων. τ. κατάπτω)<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]] δύο πράγματα, [[συνδέω]], [[προσδένω]] το ένα [[πάνω]] στο [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) [[καθάπτομαι]]<br />[[θίγω]], [[προσβάλλω]], [[διασύρω]], επιτίθεμαι (α. «το [[δημοσίευμα]] καθάπτεται της [[τιμής]] του στρατηγού» β. «[[ἴσως]] ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο λέγοντες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θέτω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]], [[περιβάλλω]] («καθῆψεν ὤμοις... [[ἀμφίβληστρον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στερεώνω]] («τὰ ὀστέα καθάπτει τὰ νεῡρα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> προσκολλώμαι σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[σφίγγω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («καθάπτειν τῆς χειρός τινος», ΚΔ)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[καθάπτομαι]]<br />α) ντύνομαι, περιβάλλομαι με [[κάτι]] («σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι», <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[μιλώ]] σε κάποιον, απευθύνομαι σε κάποιον («γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) [[επιπλήττω]] κάποιον, [[κάνω]] [[παρατήρηση]]<br />δ) (με στρατ. [[έννοια]]) επιτίθεμαι<br />ε) επικαλούμαι κάποιον («θεῶν... καταπτόμενος», <b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) [[αγγίζω]] («βρέφεος χείρεσσι καταπτόμενος», <b>Θεόκρ.</b>)<br />ζ) [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] («καθάπτεσθαι ψόφου», Ιπποκρ.)<br />η) <b>φρ.</b> «[[καθάπτομαι]] ἐπέεσσι»<br />i) [[μιλώ]] σε κάποιον με καλά ή με άσχημα [[λόγια]] («μαλακοῑσι καθαπτόμενος ἐπέεσσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />ii) [[ονειδίζω]], [[κατηγορώ]] («ἐπέεσσι καθάπτετο θοῡρον Ἄρηα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[άπτω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καθάπτω:''' Ιων. κατ-, μέλ. <i>-ψω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δένω]], [[προσαρτώ]], [[προσαρμόζω]] ή [[τοποθετώ]] [[επάνω]] σε, <i>τί τινι</i>, σε Σοφ.· ομοίως και, κ. τι [[ἀμφί]] τινι, σε Ευρ.· [[ἐπί]] τι, σε Ξεν. — Παθ., <i>βρόχῳ καθημμένος</i> (μτχ. παρακ.), σφιγμένος με το [[σχοινί]] της αγχόνης, της κρεμάλας, δηλ. κρεμασμένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], [[περιβάλλω]], [[καλύπτω]] με ενδύματα· σε Μέσ., <i>σκευῆ σῶμ' ἐμὸν καθάψομαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> αμτβ. με Μέσ. [[σημασία]], [[κρατώ]], [[λαμβάνω]], έχω στην [[κατοχή]] μου, <i>τινός</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., <i>καθάπτεσθαί τινα ἐπέεσι</i>, με θετική ή αρνητική [[σημασία]], όπως, σὺ [[τόν]] γ' ἐπέεσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσι ή <i>μειλιχίοις</i>, να τον πιάσεις, να τον πλευρίσεις ή να του απευθυνθείς με [[καλά]], μαλακά [[λόγια]], σε Όμηρ.· ή ἀντιβίοις [[ἐπέεσσι]] καθαπτόμενος, προσβάλλοντας ή πραγματοποιώντας λεκτική [[επίθεση]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, [[χωρίς]] επιθ. προσδιορισμούς, [[ονειδίζω]], [[παρενοχλώ]] ή [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, <i>γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, [[ονειδίζω]], σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης όπως το Λατ. antestari, [[θεῶν]] καταπτόμενος, επικαλούμενος αυτούς, σε Ηρόδ.·<br /><b class="num">3.</b> [[πιάνω]], [[κρατώ]], [[καταλαμβάνω]], [[επιβάλλω]], <i>τυραννίδος</i>, σε Σόλ.· <i>βρέφεος</i>, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |