κατάδεσμος: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κατάδεσμος]]) [[καταδέω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> γερό [[δέσιμο]] που δύσκολα λύνεται<br /><b>2.</b> μαγική [[πράξη]] που [[κατά]] τη λαϊκή [[παράδοση]] προξενεί [[εμπόδιο]] ή [[βλάβη]] σε κάποιον ή καταναγκασμό του («καταδέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντες», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ο (Α [[κατάδεσμος]]) [[καταδέω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> γερό [[δέσιμο]] που δύσκολα λύνεται<br /><b>2.</b> μαγική [[πράξη]] που [[κατά]] τη λαϊκή [[παράδοση]] προξενεί [[εμπόδιο]] ή [[βλάβη]] σε κάποιον ή καταναγκασμό του («καταδέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντες», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάδεσμος:''' ὁ, [[λαιμοδέτης]], [[στεφάνι]], [[κορδέλα]], [[ιμάντας]]· μαγικό [[δέσιμο]], σε Πλάτ.
}}
}}