κατάκλισις: Difference between revisions

5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se coucher;<br /><b>2</b> état d’une personne couchée.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλίνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se coucher;<br /><b>2</b> état d’une personne couchée.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάκλῐσις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> κάνω κάποιον να κατακλιθεί, να καθίσει στο [[τραπέζι]], σε Πλάτ.· <i>ἡ κ. τοῦ γάμου</i>, γαμήλιο [[τραπέζι]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> (από την Παθ.), [[συμμετοχή]] κάποιου σε [[δείπνο]], σε Πλάτ.
}}
}}