κακίζω: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κακίζω]]) [[κακός]]<br />[[κατηγορώ]], [[επιπλήττω]], [[κατακρίνω]] κάποιον («τον κακίζουν λόγω της συμπεριφοράς του»)<br /><b>μσν.</b><br />οργίζομαι, [[κακιώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον δειλό<br /><b>2.</b> φέρομαι άνανδρα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κακίζομαι [[τύχη]]» — βλάπτομαι μόνο από την [[τύχη]].
|mltxt=(AM [[κακίζω]]) [[κακός]]<br />[[κατηγορώ]], [[επιπλήττω]], [[κατακρίνω]] κάποιον («τον κακίζουν λόγω της συμπεριφοράς του»)<br /><b>μσν.</b><br />οργίζομαι, [[κακιώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον δειλό<br /><b>2.</b> φέρομαι άνανδρα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κακίζομαι [[τύχη]]» — βλάπτομαι μόνο από την [[τύχη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[κακός]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κακολογώ]], [[διαβάλλω]], [[ονειδίζω]], [[κατηγορώ]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω κάποιον δειλό, σε Ευρ. — Παθ., [[φαίνομαι]] [[δειλός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· <i>κακίζεσθαι τύχῃ</i>, καταβάλλομαι μόνο από την [[τύχη]], σε Θουκ.
}}
}}