καταβρώσομαι: Difference between revisions

5
(6_13a)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβρώσομαι''': μέλλ. τοῦ [[καταβιβρώσκω]].
|lstext='''καταβρώσομαι''': μέλλ. τοῦ [[καταβιβρώσκω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταβρώσομαι:''' μέλ. του [[καταβιβρώσκω]].
}}
}}