καταβόστρυχος: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταβόστρυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόστρυχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόστρυχος]] «[[μπούκλα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-[[βόστρυχος]], <i>χρυσο</i>-[[βόστρυχος]]].
|mltxt=[[καταβόστρυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πολλούς βοστρύχους, φουντωτά μαλλιά με μπούκλες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[βόστρυχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόστρυχος]] «[[μπούκλα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελικο</i>-[[βόστρυχος]], <i>χρυσο</i>-[[βόστρυχος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταβόστρῡχος:''' -ον, αυτός που έχει φουντωτά μαλλιά, σε Ευρ.
}}
}}