καταδατέομαι: Difference between revisions

5
(6_23)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταδατέομαι''': μέλλ. -[[δάσομαι]], Μέσ.:- μοιράζομαί τι μετ’ ἄλλων, κατασπαράττω, [[καταβιβρώσκω]], ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Ἰλ. Χ. 354. - Παθ., ὑπ’ ἰχθύων καταδασθῆναι (Κόβητος κατεδεσθῆναι) Λουκ. Δημώνακτος [[βίος]] 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καταδέδασται· καταβέβρωται. καταμεμέρισται». ΙΙ. τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα, ἐκ νέου κατεμερίσαμεν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 28· πρβλ. [[προσδατέομαι]].
|lstext='''καταδατέομαι''': μέλλ. -[[δάσομαι]], Μέσ.:- μοιράζομαί τι μετ’ ἄλλων, κατασπαράττω, [[καταβιβρώσκω]], ἀλλὰ κύνες τε καὶ οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Ἰλ. Χ. 354. - Παθ., ὑπ’ ἰχθύων καταδασθῆναι (Κόβητος κατεδεσθῆναι) Λουκ. Δημώνακτος [[βίος]] 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καταδέδασται· καταβέβρωται. καταμεμέρισται». ΙΙ. τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα, ἐκ νέου κατεμερίσαμεν, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 28· πρβλ. [[προσδατέομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταδατέομαι:''' μέλ. -[[δάσομαι]] [ᾰ], Μέσ., μοιράζομαι [[κάτι]] μαζί με άλλους, [[σχίζω]] και [[καταβροχθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}