καταστίλβω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταστίλβω]] (Α)<br />[[εκπέμπω]] φως στιλπνό, δηλ. λαμπρό, [[καταλάμπω]], [[καταυγάζω]], [[ακτινοβολώ]].
|mltxt=[[καταστίλβω]] (Α)<br />[[εκπέμπω]] φως στιλπνό, δηλ. λαμπρό, [[καταλάμπω]], [[καταυγάζω]], [[ακτινοβολώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταστίλβω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στέλνω]] [[λάμψη]], [[καταυγάζω]], [[ακτινοβολώ]], [[σέλας]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[ακτινοβολώ]] [[δυνατά]], σε Ανθ.
}}
}}