κατατρίζω: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατατρίζω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[τρίζω]]) (για ποντίκια) [[εκφέρω]] συνεχή τριγμό.
|mltxt=[[κατατρίζω]] (Α)<br />(επιτ. τ. του [[τρίζω]]) (για ποντίκια) [[εκφέρω]] συνεχή τριγμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατατρίζω:''' [[σκληρίζω]] ή [[τσιρίζω]] [[δυνατά]], σε Βατραχομ.
}}
}}