3,274,175
edits
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἴαμβος]])<br />[[ποίημα]] που αποτελείται από ιάμβους, που έχει σκωπτικό και υβριστικό χαρακτήρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία άτονη και μία τονιζόμενη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά (υ-) («εἰς βραχύ τε καὶ μακρὸν γιγνόμενον, καί,... ἴαμβον... ὠνόμαζε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ιαμβικός]] [[στίχος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που σατιρίζεται<br /><b>4.</b> [[είδος]] αυτοσχέδιων δραματικών ρήσεων οι οποίες απαγγέλλονταν από τους αυτοκαβδάλους, οι οποίοι αργότερα ονομάστηκαν και οι ίδιοι ίαμβοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία στίχου, μετρικού ποδός και λογοτεχνικού είδους. Η λ. [[είναι]] πιθ. προελληνικής προελεύσεως, όπως [[άλλωστε]] και οι τ. [[διθύραμβος]], [[θρίαμβος]], με τους οποίους ο [[ίαμβος]] παρουσιάζει [[ομοιότητα]] τόσο ως [[προς]] τη [[μορφή]] όσο και ως [[προς]] τη σημ. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται από το <i>ἰά</i> «[[κραυγή]], [[φωνή]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιαμβείος]], [[ιαμβικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιαμβιάζω]], [[ιαμβίζω]], [[ιαμβίς]], [[ιαμβύκη]], [[ιαμβύλος]], [[ιαμβώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιαμβογράφος]], [[ιαμβοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιαμβέλεγος]], [[ιαμβοειδής]], [[ιαμβόκροτος]], [[ιαμβοφάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιαμβανάπαιστος]], [[ιαμβόπλοκος]], [[ιαμβοπυρρίχιος]], <i>ιαμβοτριτεπίτριτος</i>. (Β' συνθετικό) [[μελίαμβος]], [[χορίαμβος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διίαμβος]], <i>ελεγίαμβος</i>, [[ηρωίαμβος]], [[κλεψίαμβος]], [[μιξίαμβος]], [[μολοσσίαμβος]], [[παρίαμβος]], [[στιχίαμβος]], [[τραγίαμβος]], [[χωλίαμβος]]. | |mltxt=ο (Α [[ἴαμβος]])<br />[[ποίημα]] που αποτελείται από ιάμβους, που έχει σκωπτικό και υβριστικό χαρακτήρα<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία άτονη και μία τονιζόμενη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά (υ-) («εἰς βραχύ τε καὶ μακρὸν γιγνόμενον, καί,... ἴαμβον... ὠνόμαζε», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ιαμβικός]] [[στίχος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που σατιρίζεται<br /><b>4.</b> [[είδος]] αυτοσχέδιων δραματικών ρήσεων οι οποίες απαγγέλλονταν από τους αυτοκαβδάλους, οι οποίοι αργότερα ονομάστηκαν και οι ίδιοι ίαμβοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομασία στίχου, μετρικού ποδός και λογοτεχνικού είδους. Η λ. [[είναι]] πιθ. προελληνικής προελεύσεως, όπως [[άλλωστε]] και οι τ. [[διθύραμβος]], [[θρίαμβος]], με τους οποίους ο [[ίαμβος]] παρουσιάζει [[ομοιότητα]] τόσο ως [[προς]] τη [[μορφή]] όσο και ως [[προς]] τη σημ. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. προέρχεται από το <i>ἰά</i> «[[κραυγή]], [[φωνή]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιαμβείος]], [[ιαμβικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιαμβιάζω]], [[ιαμβίζω]], [[ιαμβίς]], [[ιαμβύκη]], [[ιαμβύλος]], [[ιαμβώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιαμβογράφος]], [[ιαμβοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιαμβέλεγος]], [[ιαμβοειδής]], [[ιαμβόκροτος]], [[ιαμβοφάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιαμβανάπαιστος]], [[ιαμβόπλοκος]], [[ιαμβοπυρρίχιος]], <i>ιαμβοτριτεπίτριτος</i>. (Β' συνθετικό) [[μελίαμβος]], [[χορίαμβος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διίαμβος]], <i>ελεγίαμβος</i>, [[ηρωίαμβος]], [[κλεψίαμβος]], [[μιξίαμβος]], [[μολοσσίαμβος]], [[παρίαμβος]], [[στιχίαμβος]], [[τραγίαμβος]], [[χωλίαμβος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἴαμβος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ίαμβος]], [[μετρικός]] [[πόδας]] που αποτελείται από [[μία]] βραχεία και [[μία]] [[μακρά]] [[συλλαβή]], όπως το [[ἐγώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[ιαμβικός]] [[στίχος]], [[τρίμετρος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> ιαμβικό [[ποίημα]], σατυρικό, υβριστικό [[ποίημα]], σε Πλάτ. (από το [[ἰάπτω]] 2, [[επειδή]] οι ίαμβοι ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποιήθηκαν από τους σατυρικούς ποιητές Αρχίλοχο και Ιππώνακτα· απ' όπου criminosi Iambi, σε Ρήτ.). | |||
}} | }} |