καταφρονητής: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καταφρονετής, ό, θηλ. καταφρονήτρια (AM [[καταφρονητής]]) [[καταφρονώ]]<br />αυτός που καταφρονεί, που περιφρονεί<br /><b>μσν.</b><br />[[ασεβής]].
|mltxt=και καταφρονετής, ό, θηλ. καταφρονήτρια (AM [[καταφρονητής]]) [[καταφρονώ]]<br />αυτός που καταφρονεί, που περιφρονεί<br /><b>μσν.</b><br />[[ασεβής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταφρονητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που περιφρονεί, σε Πλούτ.
}}
}}