κατωμάδιος: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατωμάδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φοριέται [[πάνω]] στον ώμο ή [[είναι]] κρεμασμένος από τους ώμους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δίσκος]] [[κατωμάδιος]]» — ο [[δίσκος]] που εκσφενδονίζεται με το [[χέρι]] σηκωμένο [[πάνω]] από το ύψος του ώμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὠμ</i>-<i>ά</i>-<i>διος</i> «αυτός που περνάει [[πάνω]] από τον ώμο»].
|mltxt=[[κατωμάδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φοριέται [[πάνω]] στον ώμο ή [[είναι]] κρεμασμένος από τους ώμους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δίσκος]] [[κατωμάδιος]]» — ο [[δίσκος]] που εκσφενδονίζεται με το [[χέρι]] σηκωμένο [[πάνω]] από το ύψος του ώμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὠμ</i>-<i>ά</i>-<i>διος</i> «αυτός που περνάει [[πάνω]] από τον ώμο»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατωμάδιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[ὦμος]]),<br /><b class="num">I.</b> από τον ώμο, [[δίσκος]] κ., [[κρίκος]] που ρίχνεται από τον ώμο, δηλ. από το αναγυρισμένο [[χέρι]] που κρατιέται πάνω από τον ώμο, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. το επόμ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που φοριέται ή μεταφέρεται στον ώμο, σε Ανθ.
}}
}}