3,270,824
edits
(20) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάτοξυς]], -όξεια, -υ (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[οξύς]]<br /><b>2.</b> (για ήχο) [[διαπεραστικός]] («ἔσθ' [[ὅπως]] [[ἄνευ]] μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «κάτοξυ [[νόσημα]]» — οξύτατη [[νόσος]] με [[βαριά]] συμπτώματα που επιφέρει, [[συνήθως]], τον θάνατο [[μέσα]] σε λίγες μέρες. | |mltxt=[[κάτοξυς]], -όξεια, -υ (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[οξύς]]<br /><b>2.</b> (για ήχο) [[διαπεραστικός]] («ἔσθ' [[ὅπως]] [[ἄνευ]] μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «κάτοξυ [[νόσημα]]» — οξύτατη [[νόσος]] με [[βαριά]] συμπτώματα που επιφέρει, [[συνήθως]], τον θάνατο [[μέσα]] σε λίγες μέρες. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάτοξυς:''' -εια, -υ, [[πολύ]] [[κοφτερός]], εξαιρετικά [[αιχμηρός]], [[διαπεραστικός]], [[διατρητικός]], λέγεται για τον ήχο, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |