καυχήμων: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καυχήμων]], -ον (Α) [[καυχώμαι]]<br />αυτός που καυχιέται, ο [[γεμάτος]] κομπασμό και [[αλαζονεία]].
|mltxt=[[καυχήμων]], -ον (Α) [[καυχώμαι]]<br />αυτός που καυχιέται, ο [[γεμάτος]] κομπασμό και [[αλαζονεία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καυχήμων:''' -ον ([[καυχάομαι]]), [[κομπαστικός]], [[καυχησιάρικος]], σε Βάβρ.
}}
}}