καταγώγιον: Difference between revisions

5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />lieu de halte, hôtellerie ; séjour, asile.<br />'''Étymologie:''' [[καταγωγή]].
|btext=ου (τό) :<br />lieu de halte, hôtellerie ; séjour, asile.<br />'''Étymologie:''' [[καταγωγή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰγώγιον:''' τό, [[μέρος]] στο οποίο μπορεί [[κάποιος]] να καταλύσει, στο οποίο μπορεί να διαμείνει, [[πανδοχείο]], [[ξενοδοχείο]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.
}}
}}