κεραυνός: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[κεραυνός]])<br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> ισχυρότατη ηλεκτρική [[εκκένωση]] που δημιουργείται στα κατώτερα τμήματα ορισμένων νεφών, όπου υπάρχουν θετικά ηλεκτρικά φορτία, και στο [[έδαφος]], που φέρει αρνητικό ηλεκτρισμό (α. «καήκανε [[πέντε]] πρόβατα από τον κεραυνό» β. «ὃς δέδοικε [[Διός]] μεγάλοιο κεραυνόν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «ἔκ μέν τοῡ οὐρανοῡ κεραυνοί αὐτοῑσι ἐνέπιπτον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> τιμητική [[προσωνυμία]] στρατηγών ή στρατηλατών διάσημων για την κεραυνοβόλα [[δράση]] τους («Πολιορκηταὶ καὶ Κεραυνοὶ και Νικάτορες... ἔχαιρον προσαγορευόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδηση]] που προκαλεί [[κατάπληξη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κεραυνός]] εν [[αιθρία]]» — ξαφνικό, απροσδόκητο [[γεγονός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για αισθήματα) [[φλόγα]], [[πόθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για τον Περικλή) ο [[δεινός]] στην [[ομιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται από θεματικό μεταπλασμό ενός παλαιότερου ουδετέρου σε -<i>ρ</i> / -<i>ν</i>, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κερα</i>-<i>υν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κερα</i>-<i>Fαρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἐλαύνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>ελα</i>-<i>υν</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ελα</i>-<i>Fαρ</i>). Ο υποτιθέμενος τ. <i>κερα</i>-<i>Fαρ</i> θα [[πρέπει]] με τη [[σειρά]] του να προήλθε από κάποιο αθέματο ρ. με σημ. «[[καταστρέφω]]», κοινής προελεύσεως με το [[κεραΐζω]], από το οποίο τελικά εκτοπίστηκε.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεραύνιος]], [[κεραυνίτης]], [[κεραυνώ]](-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραύνειος]], [[κεραυνία]], [[κεραυνίας]], [[κεραύνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κεραυνόβλητος]], [[κεραυνοβόληση]](-<i>ις</i>), [[κεραυνοβολία]], [[κεραυνοβόλος]], [[κεραυνοβολώ]], [[κεραυνόπληκτος]], [[κεραυνοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραυνεγχής]], [[κεραυνοβλής]], [[κεραυνοβόλιον]], [[κεραυνόβολος]], [[κεραυνοβρόντης]], [[κεραυνοκλόνος]], [[κεραυνομάχης]], [[κεραυνοπλήξ]], [[κεραύνοπλος]], [[κεραυνοποιός]], [[κεραυνοσκοπείον]], [[κεραυνοσκοπία]], [[κεραυνούχος]], [[κεραυνοφαής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεραυνοβολέα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεραυνοβόλημα]], [[κεραυνοπληξία]]. (Β΄ συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ακέραυνος]], [[αρχικέραυνος]], [[αρχικέραυνος]], [[βροντησικέραυνος]], [[εγχεικέραυνος]], [[τερπικέραυνος]], [[υψικέραυνος]], [[χαλκοκέραυνος]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[κεραυνός]])<br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> ισχυρότατη ηλεκτρική [[εκκένωση]] που δημιουργείται στα κατώτερα τμήματα ορισμένων νεφών, όπου υπάρχουν θετικά ηλεκτρικά φορτία, και στο [[έδαφος]], που φέρει αρνητικό ηλεκτρισμό (α. «καήκανε [[πέντε]] πρόβατα από τον κεραυνό» β. «ὃς δέδοικε [[Διός]] μεγάλοιο κεραυνόν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «ἔκ μέν τοῡ οὐρανοῡ κεραυνοί αὐτοῑσι ἐνέπιπτον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> τιμητική [[προσωνυμία]] στρατηγών ή στρατηλατών διάσημων για την κεραυνοβόλα [[δράση]] τους («Πολιορκηταὶ καὶ Κεραυνοὶ και Νικάτορες... ἔχαιρον προσαγορευόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είδηση]] που προκαλεί [[κατάπληξη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κεραυνός]] εν [[αιθρία]]» — ξαφνικό, απροσδόκητο [[γεγονός]]<br /><b>μσν.</b><br />(για αισθήματα) [[φλόγα]], [[πόθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για τον Περικλή) ο [[δεινός]] στην [[ομιλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Προέρχεται από θεματικό μεταπλασμό ενός παλαιότερου ουδετέρου σε -<i>ρ</i> / -<i>ν</i>, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>κερα</i>-<i>υν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κερα</i>-<i>Fαρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἐλαύνω]] <span style="color: red;"><</span> <i>ελα</i>-<i>υν</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ελα</i>-<i>Fαρ</i>). Ο υποτιθέμενος τ. <i>κερα</i>-<i>Fαρ</i> θα [[πρέπει]] με τη [[σειρά]] του να προήλθε από κάποιο αθέματο ρ. με σημ. «[[καταστρέφω]]», κοινής προελεύσεως με το [[κεραΐζω]], από το οποίο τελικά εκτοπίστηκε.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κεραύνιος]], [[κεραυνίτης]], [[κεραυνώ]](-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραύνειος]], [[κεραυνία]], [[κεραυνίας]], [[κεραύνιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κεραυνόβλητος]], [[κεραυνοβόληση]](-<i>ις</i>), [[κεραυνοβολία]], [[κεραυνοβόλος]], [[κεραυνοβολώ]], [[κεραυνόπληκτος]], [[κεραυνοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κεραυνεγχής]], [[κεραυνοβλής]], [[κεραυνοβόλιον]], [[κεραυνόβολος]], [[κεραυνοβρόντης]], [[κεραυνοκλόνος]], [[κεραυνομάχης]], [[κεραυνοπλήξ]], [[κεραύνοπλος]], [[κεραυνοποιός]], [[κεραυνοσκοπείον]], [[κεραυνοσκοπία]], [[κεραυνούχος]], [[κεραυνοφαής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεραυνοβολέα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κεραυνοβόλημα]], [[κεραυνοπληξία]]. (Β΄ συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ακέραυνος]], [[αρχικέραυνος]], [[αρχικέραυνος]], [[βροντησικέραυνος]], [[εγχεικέραυνος]], [[τερπικέραυνος]], [[υψικέραυνος]], [[χαλκοκέραυνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κεραυνός:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[κεραυνός]], [[αστροπελέκι]], Λατ. [[fulmen]], σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, [[κεραυνός]]· [[αλλά]] ο [[κεραυνός]] αρχικά ήταν [[βροντή]], Λατ. [[tonitru]]· η [[αστραπή]] ήταν [[στεροπή]], Λατ. [[fulgur]].<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., <i>κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν</i>, λέγεται για τον Περικλή, σε Πλούτ.
}}
}}