3,277,020
edits
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (ΑΜ [[κεφαλαιώδης]], -ώδες) [[κεφάλαιον]]<br />αυτός που έχει πρωταρχική [[σημασία]], που αποτελεί την [[ουσία]] ενός πράγματος, [[βασικός]], [[κύριος]], [[ουσιώδης]] (α. «αυτή η [[ενότητα]] έχει κεφαλαιώδη [[σημασία]] για την [[έκβαση]] της υπόθεσης» β. «ὅσα [[μέντοι]] κεφαλαιώδη, μάνθανε», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντομος]], [[βραχύς]] («χρήσιμον [[εἶναι]] κεφαλαιώδη μὲν ποιήσασθαι τὴν ἐξήγησιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κεφαλαιῶδες</i><br />αυτό το οποίο τίθεται περιληπτικά σε ορισμό ως πιο ουσιώδες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεφαλαιωδῶς</i> (Α κεφαλαιωδῶς)<br />[[κατά]] τρόπο κεφαλαιώδη, περιληπτικά («ἐπὶ βραχύ καὶ κεφαλαιωδῶς προεκθεμένους», <b>Πολ.</b>). | |mltxt=-ες (ΑΜ [[κεφαλαιώδης]], -ώδες) [[κεφάλαιον]]<br />αυτός που έχει πρωταρχική [[σημασία]], που αποτελεί την [[ουσία]] ενός πράγματος, [[βασικός]], [[κύριος]], [[ουσιώδης]] (α. «αυτή η [[ενότητα]] έχει κεφαλαιώδη [[σημασία]] για την [[έκβαση]] της υπόθεσης» β. «ὅσα [[μέντοι]] κεφαλαιώδη, μάνθανε», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύντομος]], [[βραχύς]] («χρήσιμον [[εἶναι]] κεφαλαιώδη μὲν ποιήσασθαι τὴν ἐξήγησιν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κεφαλαιῶδες</i><br />αυτό το οποίο τίθεται περιληπτικά σε ορισμό ως πιο ουσιώδες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κεφαλαιωδῶς</i> (Α κεφαλαιωδῶς)<br />[[κατά]] τρόπο κεφαλαιώδη, περιληπτικά («ἐπὶ βραχύ καὶ κεφαλαιωδῶς προεκθεμένους», <b>Πολ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κεφᾰλαιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[αρχικός]], [[κύριος]], [[πρώτιστος]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-δῶς</i>, συνοπτικά, περιληπτικά, σε Αριστ. | |||
}} | }} |