κελευτιάω: Difference between revisions

5
(Autenrieth)
(5)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(frequentative of [[κελεύω]]), [[part]]. -τιόων: [[urge]] or [[cheer]] on, ‘[[animate]],’ Il. 12.265. (Il.)
|auten=(frequentative of [[κελεύω]]), [[part]]. -τιόων: [[urge]] or [[cheer]] on, ‘[[animate]],’ Il. 12.265. (Il.)
}}
{{lsm
|lsmtext='''κελευτιάω:''' θαμιστικό του [[κελεύω]], όπως [[πνευστιάω]] από το [[πνέω]], που χρησιμ. μόνο στη Επικ. μτχ. <i>κελευτιόωντε</i> ([[δυϊκός]]), [[συνεχώς]] παροτρύνοντας (τους άνδρες), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}