κέλευσμα: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[κέλευσμα]], Α ποιητ. τ. [[κέλευμα]], Μ και κέλεσμα)<br />[[πρόσταγμα]], [[παράγγελμα]], [[διαταγή]], [[προσταγή]], [[εντολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[παράγγελμα]] για [[εκτέλεση]] ασκήσεως ή υπηρεσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλήση]], [[παρακίνηση]], [[πρόσκληση]], [[προτροπή]]<br /><b>3.</b> (σε [[μάχη]], για [[στράτευμα]] ή για στόλο) το [[πρόσταγμα]], η [[διαταγή]] που δίνεται για [[ενέργεια]]<br /><b>4.</b> (για άλογα ή σκυλιά) [[παρότρυνση]], [[παρακίνηση]], [[παράγγελμα]] που δίνεται από τον ηνίοχο ή τον κυνηγό (α. «κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῑται», <b>Πλάτ.</b><br />β. «[[κέλευσμα]] κυνηγετῶν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κελευσ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ε</i>-<i>κέλευσ</i>-<i>α</i>) του [[κελεύω]]. Από το ίδιο θ. προέρχονται [[επίσης]] τα παράγωγα [[κελευσμός]] και [[κελευσμοσύνη]].
|mltxt=το (ΑΜ [[κέλευσμα]], Α ποιητ. τ. [[κέλευμα]], Μ και κέλεσμα)<br />[[πρόσταγμα]], [[παράγγελμα]], [[διαταγή]], [[προσταγή]], [[εντολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[παράγγελμα]] για [[εκτέλεση]] ασκήσεως ή υπηρεσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλήση]], [[παρακίνηση]], [[πρόσκληση]], [[προτροπή]]<br /><b>3.</b> (σε [[μάχη]], για [[στράτευμα]] ή για στόλο) το [[πρόσταγμα]], η [[διαταγή]] που δίνεται για [[ενέργεια]]<br /><b>4.</b> (για άλογα ή σκυλιά) [[παρότρυνση]], [[παρακίνηση]], [[παράγγελμα]] που δίνεται από τον ηνίοχο ή τον κυνηγό (α. «κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῑται», <b>Πλάτ.</b><br />β. «[[κέλευσμα]] κυνηγετῶν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κελευσ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ε</i>-<i>κέλευσ</i>-<i>α</i>) του [[κελεύω]]. Από το ίδιο θ. προέρχονται [[επίσης]] τα παράγωγα [[κελευσμός]] και [[κελευσμοσύνη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κέλευσμα:''' ή [[κέλευμα]], -ατος, τό ([[κελεύω]]), [[διαταγή]], [[προσταγή]], [[κέλευσμα]], σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· [[κάλεσμα]], [[πρόσκληση]], [[κλήτευση]], σε Αισχύλ.· [[πρόσταγμα]] στη [[μάχη]], σε Ηρόδ.· επίσης, το [[κέλευσμα]] του <i>κελευστοῦ</i> (βλ. αυτ.) που έδινε το [[πρόσταγμα]] στους κωπηλάτες, <i>ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος</i>, από ένα [[πρόσταγμα]], σε Θουκ.· <i>ἐκ. κελεύσματος</i>, κατά το [[πρόσταγμα]], σε Αισχύλ.
}}
}}