κογχύλιον: Difference between revisions

5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κογχύλιον]], τὸ (AM)<br /><b>βλ.</b> [[κοχύλι]].
|mltxt=[[κογχύλιον]], τὸ (AM)<br /><b>βλ.</b> [[κοχύλι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κογχύλιον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> υποκορ. του [[κογχύλη]], μικρού είδους μυς ή [[στρείδι]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> όστρακο, δίθυρο οστρακοειδές, σε Ηρόδ.
}}
}}