κοτύλη: Difference between revisions

5
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑM [[κοτύλη]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κοίλο]] [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[κοίλο]] μικρό [[αγγείο]], μικρό [[ποτήρι]], [[κύπελλο]]<br /><b>3.</b> [[κοιλότητα]]<br /><b>4.</b> αρθρική [[κοιλότητα]] οστού και [[ιδίως]] η [[ημισφαιροειδής]] [[κοιλότητα]] του λαγόνιου οστού που υποδέχεται την [[κεφαλή]] του μηριαίου οστού<br /><b>5.</b> καθένα από τα μυζητικά φυμάτια διαφόρων σπονδυλωτών και ασπόνδυλων ζώων με τα οποία αυτά προσκολλώνται σε διάφορα αντικείμενα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοίλο]] διάτρητο [[τεμάχιο]] σιδήρου στο οποίο στρέφεται το [[άκρο]] ενός άξονα ή μιας στρόφιγγας<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> το πρώτο [[φύλλο]] ή τα [[πρώτα]] φύλλα του νεαρού φυταρίου που εμφανίζονται [[νωρίς]] [[κατά]] την [[ανάπτυξη]] του εμβρύου [[μέσα]] στο [[σπέρμα]] τών σπερματοφύτων, αλλ. [[κοτυληδόνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ποτηριού με δύο λαβές από τα χείλη [[προς]] τη [[βάση]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας τών υγρών που περιλάμβανε έξι κυάθους ή ημίξεστο («δύο κοτύλας οίνου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας τών σιτηρών —192 κοτύλες ισοδυναμούσαν με έναν μέδιμνο σιτηρών— και γενικώς στερεών υλών («άλφίτων κοτύλην μίαν», Άλεξ.)<br /><b>4.</b> το [[κοίλο]] του χεριού, η [[χούφτα]]<br /><b>5.</b> [[κοτύλων]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κοτύλαι</i><br />τα κύμβαλα<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «πολλὰ μεταξὺ πέλει κοτύλης καὶ χείλεος ἄκρου» — [[ακόμη]] και την τελευταία [[στιγμή]] μπορεί να έλθει η [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. [[κότταβος]], [[κοττίς]], [[οπότε]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kot</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ket</i>- «[[δωμάτιο]], [[κοιλότητα]]» και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύλη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κογχ</i>-<i>ύλη</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τσεχ. ρ. <i>kotlati</i> «[[γίνομαι]] [[κοίλος]]». Τέλος, κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοτυληδών]], [[κοτυλιαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοτυλίδιον]], [[κοτυλίζω]], [[κοτύλιον]], [[κοτυλίς]], [[κοτυλίσκη]], [[κοτυλίσκιον]], [[κοτυλίσκος]], [[κοτυλώδης]], [[κοτύλων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοτυλαίος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοτυλοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοτυλήρυτος]]. (Β’ συνθετικό) -[[κοτύλη]] και -[[κότυλος]]: [[δικότυλος]], [[μονοκότυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγκοτύλη]], <i>γονοκοτύλη</i>, [[εγκοτύλη]], <i>εκκότυλος</i>, [[ημικοτύλη]], [[τρικότυλος]], [[ωμοκοτύλη]]].
|mltxt=η (ΑM [[κοτύλη]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[κοίλο]] [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> [[κοίλο]] μικρό [[αγγείο]], μικρό [[ποτήρι]], [[κύπελλο]]<br /><b>3.</b> [[κοιλότητα]]<br /><b>4.</b> αρθρική [[κοιλότητα]] οστού και [[ιδίως]] η [[ημισφαιροειδής]] [[κοιλότητα]] του λαγόνιου οστού που υποδέχεται την [[κεφαλή]] του μηριαίου οστού<br /><b>5.</b> καθένα από τα μυζητικά φυμάτια διαφόρων σπονδυλωτών και ασπόνδυλων ζώων με τα οποία αυτά προσκολλώνται σε διάφορα αντικείμενα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοίλο]] διάτρητο [[τεμάχιο]] σιδήρου στο οποίο στρέφεται το [[άκρο]] ενός άξονα ή μιας στρόφιγγας<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> το πρώτο [[φύλλο]] ή τα [[πρώτα]] φύλλα του νεαρού φυταρίου που εμφανίζονται [[νωρίς]] [[κατά]] την [[ανάπτυξη]] του εμβρύου [[μέσα]] στο [[σπέρμα]] τών σπερματοφύτων, αλλ. [[κοτυληδόνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ποτηριού με δύο λαβές από τα χείλη [[προς]] τη [[βάση]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας τών υγρών που περιλάμβανε έξι κυάθους ή ημίξεστο («δύο κοτύλας οίνου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας τών σιτηρών —192 κοτύλες ισοδυναμούσαν με έναν μέδιμνο σιτηρών— και γενικώς στερεών υλών («άλφίτων κοτύλην μίαν», Άλεξ.)<br /><b>4.</b> το [[κοίλο]] του χεριού, η [[χούφτα]]<br /><b>5.</b> [[κοτύλων]]<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κοτύλαι</i><br />τα κύμβαλα<br /><b>7.</b> <b>παροιμ.</b> «πολλὰ μεταξὺ πέλει κοτύλης καὶ χείλεος ἄκρου» — [[ακόμη]] και την τελευταία [[στιγμή]] μπορεί να έλθει η [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τις λ. [[κότταβος]], [[κοττίς]], [[οπότε]] ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kot</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ket</i>- «[[δωμάτιο]], [[κοιλότητα]]» και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ύλη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κογχ</i>-<i>ύλη</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τσεχ. ρ. <i>kotlati</i> «[[γίνομαι]] [[κοίλος]]». Τέλος, κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοτυληδών]], [[κοτυλιαίος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοτυλίδιον]], [[κοτυλίζω]], [[κοτύλιον]], [[κοτυλίς]], [[κοτυλίσκη]], [[κοτυλίσκιον]], [[κοτυλίσκος]], [[κοτυλώδης]], [[κοτύλων]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοτυλαίος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κοτυλοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοτυλήρυτος]]. (Β’ συνθετικό) -[[κοτύλη]] και -[[κότυλος]]: [[δικότυλος]], [[μονοκότυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αγκοτύλη]], <i>γονοκοτύλη</i>, [[εγκοτύλη]], <i>εκκότυλος</i>, [[ημικοτύλη]], [[τρικότυλος]], [[ωμοκοτύλη]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοτύλη:''' [ῠ], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> κύπελο, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> το [[κοίλωμα]] αρθρώσεων των οστών, [[ιδίως]], λέγεται για τον μηρό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[υγρό]] μέτρησης, που περιείχε έξι <i>κυάθους</i>, δηλ. [[περίπου]] το μισό των 586 γρ. (μιας πίντας), σε Αριστοφ., Θουκ.
}}
}}