κρόταφος: Difference between revisions

5
(22)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, και κροτάφι, το (AM [[κρόταφος]], Α και κόρταφος και κότραφος)<br /><b>1.</b> το δεξιό και αριστερό πλάγιο [[τμήμα]] του κεφαλιού από το [[μάτι]] ώς το [[αφτί]], το μηλίγγιο (α. «του έβαλε το [[περίστροφο]] στον κρόταφο και του ζήτησε τα χρήματα του ταμείου» β. «ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμὴ χαλκείη», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «τοὺς κροτάφους πολιοῡνται πρῶτον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> η στενότερη [[πλευρά]] στήλης, κομματιού ξύλου, τούβλου κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πλάγια]] όψη προσώπου, το [[προφίλ]]<br /><b>2.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] του βιβλίου<br /><b>3.</b> η [[πλαγιά]] του βουνού («ποταμὸς ἐκφυσᾷ [[μένος]] κροτάφων ἀπ' αὐτῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ κρόταφον» — από τα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κρόταφος]] συνδέεται με τον τ. [[κρότος]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>φος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόλα]]-<i>φος</i>). Η συχνή [[σύνδεση]] της λ. με το [[κρότος]] οδηγεί σε πιθ. αρχική σημ. «[[χτύπημα]] τών κροταφικών αρτηριών» — [[αυτού]] του είδους όμως το [[χτύπημα]] δεν χαρακτηρίζεται, βέβαια, ως [[ισχυρός]] [[ήχος]] όπως [[είναι]] ο [[κρότος]]. Έτσι, φαίνεται πιθανότερο να δηλώνει η λ. ηχηρό [[χτύπημα]], ενώ, κατ' άλλους, θανατηφόρο [[χτύπημα]], [[καθώς]] και το [[σημείο]] του κεφαλιού που δέχεται αυτό το [[χτύπημα]]].
|mltxt=ο, και κροτάφι, το (AM [[κρόταφος]], Α και κόρταφος και κότραφος)<br /><b>1.</b> το δεξιό και αριστερό πλάγιο [[τμήμα]] του κεφαλιού από το [[μάτι]] ώς το [[αφτί]], το μηλίγγιο (α. «του έβαλε το [[περίστροφο]] στον κρόταφο και του ζήτησε τα χρήματα του ταμείου» β. «ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμὴ χαλκείη», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «τοὺς κροτάφους πολιοῡνται πρῶτον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> η στενότερη [[πλευρά]] στήλης, κομματιού ξύλου, τούβλου κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[πλάγια]] όψη προσώπου, το [[προφίλ]]<br /><b>2.</b> το [[πίσω]] [[μέρος]] του βιβλίου<br /><b>3.</b> η [[πλαγιά]] του βουνού («ποταμὸς ἐκφυσᾷ [[μένος]] κροτάφων ἀπ' αὐτῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κατὰ κρόταφον» — από τα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κρόταφος]] συνδέεται με τον τ. [[κρότος]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>φος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόλα]]-<i>φος</i>). Η συχνή [[σύνδεση]] της λ. με το [[κρότος]] οδηγεί σε πιθ. αρχική σημ. «[[χτύπημα]] τών κροταφικών αρτηριών» — [[αυτού]] του είδους όμως το [[χτύπημα]] δεν χαρακτηρίζεται, βέβαια, ως [[ισχυρός]] [[ήχος]] όπως [[είναι]] ο [[κρότος]]. Έτσι, φαίνεται πιθανότερο να δηλώνει η λ. ηχηρό [[χτύπημα]], ενώ, κατ' άλλους, θανατηφόρο [[χτύπημα]], [[καθώς]] και το [[σημείο]] του κεφαλιού που δέχεται αυτό το [[χτύπημα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρότᾰφος:''' ὁ ([[κροτέω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[πλευρά]] μετώπου (βλ. [[κόρση]]), στον πληθ., οι κρόταφοι, Λατ. [[tempora]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[βουνό]], η πλαγιά του, σε Αισχύλ., Ανθ.
}}
}}