κριός: Difference between revisions

253 bytes added ,  30 December 2018
5
(21)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κριός]])<br /><b>1.</b> [[κριάρι]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] του πρώτου αστερισμού στον ζωδιακό κύκλο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πολιορκητικός]] [[κριός]]» — [[είδος]] πολεμικής μηχανής κατάλληλης να γκρεμίζει [[μέρος]] τών τειχών ή να ανοίγει ρήγματα<br />(«ὁ δὲ Κῡρος μηχανὰς ἐποιεῑτο καὶ κριούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[υδραυλικός]] [[κριός]]» — [[είδος]] αντλίας που χρησιμοποιείται για την [[ανύψωση]] του νερού σε ύψος μεγαλύτερο από εκείνο που θα επέτρεπε η διαθέσιμη [[πίεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] θαλάσσιου κήτους<br /><b>2.</b> [[είδος]] μαλακοστράκου<br /><b>3.</b> ο [[κοχλίας]] του κορινθιακού κιονοκράνου<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] αρδευτικού συστήματος<br /><b>5.</b> [[είδος]] ρεβιθιού<br /><b>6.</b> [[είδος]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κριός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κρι</i>-<i>Fος</i><br />η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>-<i>ә</i>- «[[κέρατο]], [[κεφαλή]]», [[οπότε]] συνδέεται με τη λ. [[κέρας]] και με γερμ. λ. δηλωτικές άλλων ζώων που έχουν κέρατα (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ceruos</i>, γερμ., αρχ. νορβ. <i>hreinn</i>, αγγλοσαξ. <i>hran</i> «[[τάρανδος]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με βαλτοσλαβικές λ. με σημ. «[[γαμψός]], [[κυρτός]]», <b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>kreivas</i> «[[κυρτός]]», αρχ. σλαβ. <i>krivŭ</i> «[[σκολιός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κροιός]]), [[οπότε]] το ζώο θα έλαβε την [[ονομασία]] του από το [[σχήμα]] τών κεράτων του. Η [[άποψη]], [[τέλος]], [[κατά]] την οποία η λ. με σημ. «[[ρεβίθι]]» συνδέεται με λατ. <i>cicer</i> «[[ρεβίθι]]» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kiker</i>- «[[μπιζέλι]]» δεν φαίνεται πιθ., ενώ πιο πιθ. [[είναι]] ότι έλαβε τη σημ. αυτή λόγω του κυρτού σχήματος του λοβού του ρεβιθιού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κριώ]], [[κριώδης]], [[κρίωμα]], [[κριωπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κριοκέφαλος]], [[κριόμορφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κριοβόλος]], [[κριοδόχη]], [[κριοειδής]], [[κριοκέρατος]], [[κριοκοπώ]], [[κριοκρούω]], [[κριομαχώ]], [[κριόμυξος]], [[κριοπρόσωπος]], [[κριόπρωρος]], [[κριόστασις]], [[κριοτάφος]], [[κριοφάγος]], [[κριοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κριομύξης]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αντίκριος</i>].
|mltxt=ο (AM [[κριός]])<br /><b>1.</b> [[κριάρι]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] του πρώτου αστερισμού στον ζωδιακό κύκλο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[πολιορκητικός]] [[κριός]]» — [[είδος]] πολεμικής μηχανής κατάλληλης να γκρεμίζει [[μέρος]] τών τειχών ή να ανοίγει ρήγματα<br />(«ὁ δὲ Κῡρος μηχανὰς ἐποιεῑτο καὶ κριούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[υδραυλικός]] [[κριός]]» — [[είδος]] αντλίας που χρησιμοποιείται για την [[ανύψωση]] του νερού σε ύψος μεγαλύτερο από εκείνο που θα επέτρεπε η διαθέσιμη [[πίεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] θαλάσσιου κήτους<br /><b>2.</b> [[είδος]] μαλακοστράκου<br /><b>3.</b> ο [[κοχλίας]] του κορινθιακού κιονοκράνου<br /><b>4.</b> [[τμήμα]] αρδευτικού συστήματος<br /><b>5.</b> [[είδος]] ρεβιθιού<br /><b>6.</b> [[είδος]] πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κριός]] <span style="color: red;"><</span> <i>κρι</i>-<i>Fος</i><br />η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>-<i>ә</i>- «[[κέρατο]], [[κεφαλή]]», [[οπότε]] συνδέεται με τη λ. [[κέρας]] και με γερμ. λ. δηλωτικές άλλων ζώων που έχουν κέρατα (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ceruos</i>, γερμ., αρχ. νορβ. <i>hreinn</i>, αγγλοσαξ. <i>hran</i> «[[τάρανδος]]»). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με βαλτοσλαβικές λ. με σημ. «[[γαμψός]], [[κυρτός]]», <b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>kreivas</i> «[[κυρτός]]», αρχ. σλαβ. <i>krivŭ</i> «[[σκολιός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κροιός]]), [[οπότε]] το ζώο θα έλαβε την [[ονομασία]] του από το [[σχήμα]] τών κεράτων του. Η [[άποψη]], [[τέλος]], [[κατά]] την οποία η λ. με σημ. «[[ρεβίθι]]» συνδέεται με λατ. <i>cicer</i> «[[ρεβίθι]]» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kiker</i>- «[[μπιζέλι]]» δεν φαίνεται πιθ., ενώ πιο πιθ. [[είναι]] ότι έλαβε τη σημ. αυτή λόγω του κυρτού σχήματος του λοβού του ρεβιθιού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κριώ]], [[κριώδης]], [[κρίωμα]], [[κριωπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[κριοκέφαλος]], [[κριόμορφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κριοβόλος]], [[κριοδόχη]], [[κριοειδής]], [[κριοκέρατος]], [[κριοκοπώ]], [[κριοκρούω]], [[κριομαχώ]], [[κριόμυξος]], [[κριοπρόσωπος]], [[κριόπρωρος]], [[κριόστασις]], [[κριοτάφος]], [[κριοφάγος]], [[κριοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κριομύξης]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>αντίκριος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κριός:''' [ῑ], ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[κριάρι]], Λατ. [[aries]], σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πολιορκητικός]] [[κριός]], Λατ. [[aries]], σε Ξεν.
}}
}}