3,277,020
edits
(22) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[κυριεύω]]) [[κύριος]]<br />[[παίρνω]] [[κάτι]] στην [[κατοχή]] μου με αγώνα, [[γίνομαι]] [[κύριος]], [[κατακτώ]], [[καταλαμβάνω]], [[καθυποτάσσω]] κάποιον ή [[κάτι]] (α. «ο [[εχθρός]] κυρίευσε την [[πόλη]]» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[πάθος]]) [[καταλαμβάνω]] κάποιον και δεν τον [[αφήνω]], [[υποδουλώνω]], [[διακατέχω]] («τον έχει κυριεύσει το [[κρασί]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> [[καταλύω]]<br /><b>3.</b> [[συλλαμβάνω]], [[αιχμαλωτίζω]]<br /><b>4.</b> [[επικρατώ]]<br /><b>5.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ κυριεύων</i><br />ο [[κύριος]], ο [[δεσπότης]]<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κύριος]] κάποιου, [[κατέχω]], [[εξουσιάζω]] κάποιον («ἵνα νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύση», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]], [[διοικώ]] («τὸν τόπον κυριεύεσθαι ὑπὸ Λευκαδίων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω νομικώς το [[δικαίωμα]] ή τη [[δύναμη]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («κυριευέτωσαν οἱ πρόεδροι [[μέχρι]] [[πεντήκοντα]] δραχμῶν... ἐπιγράφειν», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> (το αρσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ κυριεύων</i><br />(ενν. [[λόγος]]) [[σόφισμα]] του Διοδώρου του Μεγαρικού, σύμφωνα με το οποίο μόνο το αληθινό [[είναι]] αληθινό, [[είτε]] υπάρχει [[τώρα]] [[είτε]] πρόκειται να υπάρξει, ενώ το μη αληθινό δεν [[είναι]] δυνατό. | |mltxt=(AM [[κυριεύω]]) [[κύριος]]<br />[[παίρνω]] [[κάτι]] στην [[κατοχή]] μου με αγώνα, [[γίνομαι]] [[κύριος]], [[κατακτώ]], [[καταλαμβάνω]], [[καθυποτάσσω]] κάποιον ή [[κάτι]] (α. «ο [[εχθρός]] κυρίευσε την [[πόλη]]» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[πάθος]]) [[καταλαμβάνω]] κάποιον και δεν τον [[αφήνω]], [[υποδουλώνω]], [[διακατέχω]] («τον έχει κυριεύσει το [[κρασί]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> [[καταλύω]]<br /><b>3.</b> [[συλλαμβάνω]], [[αιχμαλωτίζω]]<br /><b>4.</b> [[επικρατώ]]<br /><b>5.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ κυριεύων</i><br />ο [[κύριος]], ο [[δεσπότης]]<br />(μσν. -αρχ.)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κύριος]] κάποιου, [[κατέχω]], [[εξουσιάζω]] κάποιον («ἵνα νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύση», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[κυβερνώ]], [[διευθύνω]], [[διοικώ]] («τὸν τόπον κυριεύεσθαι ὑπὸ Λευκαδίων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> έχω νομικώς το [[δικαίωμα]] ή τη [[δύναμη]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («κυριευέτωσαν οἱ πρόεδροι [[μέχρι]] [[πεντήκοντα]] δραχμῶν... ἐπιγράφειν», Αισχίν.)<br /><b>4.</b> (το αρσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ κυριεύων</i><br />(ενν. [[λόγος]]) [[σόφισμα]] του Διοδώρου του Μεγαρικού, σύμφωνα με το οποίο μόνο το αληθινό [[είναι]] αληθινό, [[είτε]] υπάρχει [[τώρα]] [[είτε]] πρόκειται να υπάρξει, ενώ το μη αληθινό δεν [[είναι]] δυνατό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῡριεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">1.</b> είμαι [[κύριος]] ή [[άρχοντας]] ανθρώπων ή χώρας, με γεν., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> έχω έννομη [[εξουσία]] να πράξω, με απαρ., [[παρά]] Αισχίν. | |||
}} | }} |