3,271,364
edits
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λεκάνη]])<br />βαθύ και πλατύστομο [[δοχείο]], κυκλικού [[συνήθως]] σχήματος, που χρησιμοποιείται για [[πλύσιμο]] τών χεριών ή τών ποδιών ή για διάφορες ανάγκες του σπιτιού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> λαξευτή [[πέτρα]] σε [[σχήμα]] σκάφης [[κάτω]] από [[βρύση]] ή [[κοντά]] σε [[βρύση]] ή [[πηγάδι]], που χρησιμοποιείται για το [[πότισμα]] ζώων, [[γούρνα]]<br /><b>2.</b> λαξευτό [[μάρμαρο]] ή [[σκάφη]] σε [[ελαιοτριβείο]], όπου ρέει το [[λάδι]]<br /><b>3.</b> [[δοχείο]] πήλινο ή πορσελάνινο που τοποθετείται στα αποχωρητήρια για τις φυσικές ανάγκες του ανθρώπου<br /><b>4.</b> [[λεκανοπέδιο]]<br /><b>5.</b> κλειστή, [[τελείως]] ή εν μέρει, [[θάλασσα]] (α. «η [[λεκάνη]] της Κασπίας» β. «η [[λεκάνη]] της Μεσογείου»)<br /><b>6.</b> <b>ανατ.</b> [[σύνολο]] τεσσάρων οστών, δηλ. τών δύο ανώνυμων, του ιερού και του κόκκυγα, που σχηματίζουν [[κοιλότητα]] στο κατώτερο [[τμήμα]] του κορμού, στον οποίο χρησιμεύουν ως [[βάση]], προσφέροντας [[επίσης]] [[στήριγμα]] στα [[κάτω]] [[άκρα]], αλλ. [[πύελος]]<br /><b>7.</b> <b>(μεταλργ.)</b> βασικό [[τμήμα]] μεταλλουργικών καμίνων, το οποίο έχει [[σχήμα]] κόλουρου κώνου με τη [[μεγάλη]] [[βάση]] [[προς]] τα [[κάτω]], αλλ. [[φάρυγγας]]<br /><b>8.</b> το κύριο [[σώμα]] της ναυπηγικής δεξαμενής και ειδικότερα το κατώτερο [[τμήμα]] της [[πλωτής]] δεξαμενής<br /><b>9.</b> <b>ωκεαν.</b> θαλάσσια [[περιοχή]] η οποία χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη [[δραστηριότητα]] μετασχηματισμού τών υδάτινων μαζών (α. «[[λεκάνη]] αραίωσης» β. «[[λεκάνη]] συγκέντρωσης»)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[λεκάνη]] απορροής»<br /><b>γεωλ.</b> [[περιοχή]] της οποίας τα επιφανειακά ύδατα αποστραγγίζονται σε ένα ποτάμιο [[σύστημα]] και η οποία ορίζεται από υδροκριτικές γραμμές, αλλ. [[λεκάνη]] αποστράγγισης<br />(αρχ) μικρή [[σκάφη]] τών κτιστών, [[πηλοφόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[λεκάνη]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οὐρ</i>-<i>άνη</i>, <i>σκαπ</i>-<i>άνη</i>). Μαρτυρείται και παρλλ. τ. [[λέκος]] (<i>τὸ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[ἕρκος]]: [[ἑρκάνη]], [[στέφος]]: [[στεφάνη]]. Συνδέονται με λατ. <i>lanx</i> και έχει επιχειρηθεί [[αναγωγή]] τους σε ΙΕ [[ρίζα]] (<i>e</i>)<i>leq</i>- «[[κάμπτω]]», στην οποία ανάγονται πιθ. και οι τ. [[λοξός]] και [[λέχριος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λατ. λ. [[είναι]] δάνεια.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λεκανίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεκανίδιον]], [[λεκάνιον]], [[λεκανίσκη]], [[λέκανος]], [[λεκάριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεκάνειος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λεκανοειδής]], <i>λεκανομαντ</i>(<i>ε</i>)<i>ία</i>, [[λεκανομάντης]] (-<i>όμαντις</i>), [[λεκανοσκοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεκανόπωλις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λεκανοπέτρινον]], [[λεκανόπουλον]] <b>νεοελλ.</b> [[λεκανοπέδιο]]. | |mltxt=η (AM [[λεκάνη]])<br />βαθύ και πλατύστομο [[δοχείο]], κυκλικού [[συνήθως]] σχήματος, που χρησιμοποιείται για [[πλύσιμο]] τών χεριών ή τών ποδιών ή για διάφορες ανάγκες του σπιτιού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> λαξευτή [[πέτρα]] σε [[σχήμα]] σκάφης [[κάτω]] από [[βρύση]] ή [[κοντά]] σε [[βρύση]] ή [[πηγάδι]], που χρησιμοποιείται για το [[πότισμα]] ζώων, [[γούρνα]]<br /><b>2.</b> λαξευτό [[μάρμαρο]] ή [[σκάφη]] σε [[ελαιοτριβείο]], όπου ρέει το [[λάδι]]<br /><b>3.</b> [[δοχείο]] πήλινο ή πορσελάνινο που τοποθετείται στα αποχωρητήρια για τις φυσικές ανάγκες του ανθρώπου<br /><b>4.</b> [[λεκανοπέδιο]]<br /><b>5.</b> κλειστή, [[τελείως]] ή εν μέρει, [[θάλασσα]] (α. «η [[λεκάνη]] της Κασπίας» β. «η [[λεκάνη]] της Μεσογείου»)<br /><b>6.</b> <b>ανατ.</b> [[σύνολο]] τεσσάρων οστών, δηλ. τών δύο ανώνυμων, του ιερού και του κόκκυγα, που σχηματίζουν [[κοιλότητα]] στο κατώτερο [[τμήμα]] του κορμού, στον οποίο χρησιμεύουν ως [[βάση]], προσφέροντας [[επίσης]] [[στήριγμα]] στα [[κάτω]] [[άκρα]], αλλ. [[πύελος]]<br /><b>7.</b> <b>(μεταλργ.)</b> βασικό [[τμήμα]] μεταλλουργικών καμίνων, το οποίο έχει [[σχήμα]] κόλουρου κώνου με τη [[μεγάλη]] [[βάση]] [[προς]] τα [[κάτω]], αλλ. [[φάρυγγας]]<br /><b>8.</b> το κύριο [[σώμα]] της ναυπηγικής δεξαμενής και ειδικότερα το κατώτερο [[τμήμα]] της [[πλωτής]] δεξαμενής<br /><b>9.</b> <b>ωκεαν.</b> θαλάσσια [[περιοχή]] η οποία χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη [[δραστηριότητα]] μετασχηματισμού τών υδάτινων μαζών (α. «[[λεκάνη]] αραίωσης» β. «[[λεκάνη]] συγκέντρωσης»)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> «[[λεκάνη]] απορροής»<br /><b>γεωλ.</b> [[περιοχή]] της οποίας τα επιφανειακά ύδατα αποστραγγίζονται σε ένα ποτάμιο [[σύστημα]] και η οποία ορίζεται από υδροκριτικές γραμμές, αλλ. [[λεκάνη]] αποστράγγισης<br />(αρχ) μικρή [[σκάφη]] τών κτιστών, [[πηλοφόρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[λεκάνη]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οὐρ</i>-<i>άνη</i>, <i>σκαπ</i>-<i>άνη</i>). Μαρτυρείται και παρλλ. τ. [[λέκος]] (<i>τὸ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[ἕρκος]]: [[ἑρκάνη]], [[στέφος]]: [[στεφάνη]]. Συνδέονται με λατ. <i>lanx</i> και έχει επιχειρηθεί [[αναγωγή]] τους σε ΙΕ [[ρίζα]] (<i>e</i>)<i>leq</i>- «[[κάμπτω]]», στην οποία ανάγονται πιθ. και οι τ. [[λοξός]] και [[λέχριος]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λατ. λ. [[είναι]] δάνεια.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λεκανίς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεκανίδιον]], [[λεκάνιον]], [[λεκανίσκη]], [[λέκανος]], [[λεκάριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λεκάνειος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λεκανοειδής]], <i>λεκανομαντ</i>(<i>ε</i>)<i>ία</i>, [[λεκανομάντης]] (-<i>όμαντις</i>), [[λεκανοσκοπία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεκανόπωλις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λεκανοπέτρινον]], [[λεκανόπουλον]] <b>νεοελλ.</b> [[λεκανοπέδιο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεκάνη:''' [ᾰ], ἡ, = [[λέκος]], σε Αριστοφ.· [[πηλοφόρι]], στον ίδ. | |||
}} | }} |