3,274,921
edits
(23) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] τον φλοιό ή το [[κέλυφος]], [[ξελεπίζω]], [[ξεφλουδίζω]] («κυάμου [[κολοκάσιον]] λέπειν», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαστιγώνω]], [[δέρνω]] κάποιον ώς το [[σημείο]] να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα<br /><b>3.</b> [[τρώγω]], [[κατατρώγω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>λέπομαι</i><br />α) ξεφλουδίζομαι («[[κάλαμος]] λελαμμένος» <br />β) [[αυνανίζομαι]]<br />γ) [[κάνω]] άσεμνες πράξεις ή χειρονομίες, [[ασελγαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λεξιλογική [[οικογένεια]] του [[λέπω]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>lep</i>- «[[αποφλοιώνω]], [[γδέρνω]], [[αποχωρίζω]]»<br />Ο ενεστ. τ. [[λέπω]] δεν έχει ακριβή αντίστοιχα σε άλλες ΙΕ γλώσσες, σε [[αντίθεση]] με ορισμένα παράγωγά του όπως: [[λέπος]] (το) «[[φλοιός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lepos</i>,-<i>oris</i> «[[λεπτότητα]], [[φτώχεια]]»), [[λοπός]] «[[φλοιός]], [[δέρμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>lăpas</i> «[[φύλλο]]», αλβ. <i>lape</i> «[[κουρέλι]], [[χαρτί]]»), [[λῶπος]] «μικρή [[χλαίνη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>lŏpas</i> «[[κουρέλι]]»). Ο παθ. [[αόριστος]] β' <i>λαπῆναι</i> και ο παρακμ. [[λέλαμμαι]], οι οποίοι εμφανίζουν τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>lap</i>-, [[είναι]] νεώτεροι σχηματισμοί, πιθ. αναλογικά [[προς]] τύπους όπως <i>στραφῆναι</i>, <i>ἔστραμμαι</i> ([[στρέφω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λέπος]], [[λεπτός]], <i>λέπυρο</i>(<i>ν</i>), [[λεπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λοπός]], [[λώπη]], [[λώπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>απολέπω</i>, [[εκλέπω]], [[επιλέπω]], <i>κατηλέπω</i>, [[περιλέπω]], [[συνεκλέπω]]]. | |mltxt=[[λέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] τον φλοιό ή το [[κέλυφος]], [[ξελεπίζω]], [[ξεφλουδίζω]] («κυάμου [[κολοκάσιον]] λέπειν», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαστιγώνω]], [[δέρνω]] κάποιον ώς το [[σημείο]] να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα<br /><b>3.</b> [[τρώγω]], [[κατατρώγω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>λέπομαι</i><br />α) ξεφλουδίζομαι («[[κάλαμος]] λελαμμένος» <br />β) [[αυνανίζομαι]]<br />γ) [[κάνω]] άσεμνες πράξεις ή χειρονομίες, [[ασελγαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λεξιλογική [[οικογένεια]] του [[λέπω]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>lep</i>- «[[αποφλοιώνω]], [[γδέρνω]], [[αποχωρίζω]]»<br />Ο ενεστ. τ. [[λέπω]] δεν έχει ακριβή αντίστοιχα σε άλλες ΙΕ γλώσσες, σε [[αντίθεση]] με ορισμένα παράγωγά του όπως: [[λέπος]] (το) «[[φλοιός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>lepos</i>,-<i>oris</i> «[[λεπτότητα]], [[φτώχεια]]»), [[λοπός]] «[[φλοιός]], [[δέρμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>lăpas</i> «[[φύλλο]]», αλβ. <i>lape</i> «[[κουρέλι]], [[χαρτί]]»), [[λῶπος]] «μικρή [[χλαίνη]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λιθουαν. <i>lŏpas</i> «[[κουρέλι]]»). Ο παθ. [[αόριστος]] β' <i>λαπῆναι</i> και ο παρακμ. [[λέλαμμαι]], οι οποίοι εμφανίζουν τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>lap</i>-, [[είναι]] νεώτεροι σχηματισμοί, πιθ. αναλογικά [[προς]] τύπους όπως <i>στραφῆναι</i>, <i>ἔστραμμαι</i> ([[στρέφω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λέπος]], [[λεπτός]], <i>λέπυρο</i>(<i>ν</i>), [[λεπρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λοπός]], [[λώπη]], [[λώπος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>απολέπω</i>, [[εκλέπω]], [[επιλέπω]], <i>κατηλέπω</i>, [[περιλέπω]], [[συνεκλέπω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λέπω:''' μέλ. <i>λέψω</i>, αόρ. <i>ἔλεψα</i> — Παθ., απαρ. αορ. βʹ <i>λᾰπῆναι</i>, παρακ. <i>λέλεμμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[αφαιρώ]] τον φλοιό ή το [[κέλυφος]], [[απολεπίζω]], [[ξεφλουδίζω]], <i>περὶ γὰρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψεν φύλλα τε καὶ φλοιόν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., στους Κωμ., [[βγάζω]] το [[δέρμα]], δηλ. [[δέρνω]], [[γδέρνω]], [[ξυλοφορτώνω]], [[ξυλοκοπώ]]. | |||
}} | }} |