λινοπόρος: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινοπόρος]], -ον (Α)<br />(για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρο</i>-[[πόρος]], <i>οδοι</i>-[[πόρος]].
|mltxt=[[λινοπόρος]], -ον (Α)<br />(για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρο</i>-[[πόρος]], <i>οδοι</i>-[[πόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐνοπόρος:''' -ον, αυτός που φουσκώνει τα [[ιστία]] του πλοίου, σε Ευρ.
}}
}}