λαοδόκος: Difference between revisions

5
(6_15)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λαοδόκος''': -ον, ([[ἴσως]] λαόδοκος = λαοδογματικὸς κατὰ Κοραῆν), ἴδε [[λαόδικος]]· ― παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Λαόδοκος, ὁ.
|lstext='''λαοδόκος''': -ον, ([[ἴσως]] λαόδοκος = λαοδογματικὸς κατὰ Κοραῆν), ἴδε [[λαόδικος]]· ― παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], Λαόδοκος, ὁ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λαοδόκος:''' -ον ([[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται τον λαό· στον Όμηρ., ως κύριο όνομα, Λαόδοκος.
}}
}}