κρησφύγετον: Difference between revisions

5
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />lieu de refuge, asile.<br />'''Étymologie:''' [[κράς]], [[φεύγω]].
|btext=ου (τό) :<br />lieu de refuge, asile.<br />'''Étymologie:''' [[κράς]], [[φεύγω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρησφύγετον:''' [ῠ], τό (φῠγεῖν), [[μέρος]] διαφυγής, [[τόπος]] αναχώρησης, [[καταφύγιο]], [[άσυλο]], σε Ηρόδ.· (το πρώτο [[μέρος]] της λέξης, το <i>κρησ-</i>, είναι αμφίβολης προέλευσης).
}}
}}