λήθαργος: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[λήθαργος]])<br />[[νάρκη]], [[βύθισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> μη φυσιολογικά [[βαθύς]] και [[συνεχής]] ύπνος, από τον οποίο ο [[ασθενής]] αφυπνίζεται δύσκολα και μόνο προσωρινά και ο [[οποίος]] παρουσιάζεται σε ορισμένες νόσους που προσβάλλουν το νευρικό [[σύστημα]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> α) ανενεργό [[στάδιο]] που εμφανίζουν [[συχνά]] τα σπέρματα, τα [[σπόρια]] και οι οφθαλμοί τών [[φυτών]] και [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου αναστέλλονται οι διαδικασίες αύξησης και ανάπτυξης<br />β) [[στάδιο]] μη βλαστητικότητας που εμφανίζεται στα σπέρματα τών περισσότερων [[φυτών]] και που [[είναι]] γνωστότερο ως [[λήθαργος]] τών σπερμάτων</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρχ. επιθ. [[λήθαργος]]].———————— <b>(II)</b><br />[[λήθαργος]], -ον (Α)<br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που λησμονεί [[κάτι]] εύκολα, [[ταχύς]] στη [[λήθη]], [[επιλήσμων]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λήθαργος]]<br />ὁ [[ἐπίβουλος]], καὶ [[κύων]] ὁ προσαίνων μέν, [[λάθρα]] δὲ δάκνων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληθ</i>- του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λήθη]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ληθ</i>- του [[λανθάνω]] αναλογικά [[προς]] το [[πόδαργος]]. Τέλος, η [[άποψη]] που ανάγει τον τύπο σε αρχικό αμάρτυρο <i>λήθ</i>-<i>αλγος</i> «αυτός που πάσχει από [[λήθη]]» φαίνεται ελάχιστα πιθανή. Μαρτυρείται και όν. σκύλου <i>Λήθαργος</i>, που ταιριάζει στην [[ερμηνεία]] που δίνει ο Ησύχιος].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[λήθαργος]])<br />[[νάρκη]], [[βύθισμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> μη φυσιολογικά [[βαθύς]] και [[συνεχής]] ύπνος, από τον οποίο ο [[ασθενής]] αφυπνίζεται δύσκολα και μόνο προσωρινά και ο [[οποίος]] παρουσιάζεται σε ορισμένες νόσους που προσβάλλουν το νευρικό [[σύστημα]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> α) ανενεργό [[στάδιο]] που εμφανίζουν [[συχνά]] τα σπέρματα, τα [[σπόρια]] και οι οφθαλμοί τών [[φυτών]] και [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου αναστέλλονται οι διαδικασίες αύξησης και ανάπτυξης<br />β) [[στάδιο]] μη βλαστητικότητας που εμφανίζεται στα σπέρματα τών περισσότερων [[φυτών]] και που [[είναι]] γνωστότερο ως [[λήθαργος]] τών σπερμάτων</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρχ. επιθ. [[λήθαργος]]].———————— <b>(II)</b><br />[[λήθαργος]], -ον (Α)<br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που λησμονεί [[κάτι]] εύκολα, [[ταχύς]] στη [[λήθη]], [[επιλήσμων]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λήθαργος]]<br />ὁ [[ἐπίβουλος]], καὶ [[κύων]] ὁ προσαίνων μέν, [[λάθρα]] δὲ δάκνων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληθ</i>- του [[λανθάνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λήθη]]) <span style="color: red;">+</span> [[ἀργός]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ληθ</i>- του [[λανθάνω]] αναλογικά [[προς]] το [[πόδαργος]]. Τέλος, η [[άποψη]] που ανάγει τον τύπο σε αρχικό αμάρτυρο <i>λήθ</i>-<i>αλγος</i> «αυτός που πάσχει από [[λήθη]]» φαίνεται ελάχιστα πιθανή. Μαρτυρείται και όν. σκύλου <i>Λήθαργος</i>, που ταιριάζει στην [[ερμηνεία]] που δίνει ο Ησύχιος].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λήθαργος:''' -ον ([[λήθη]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ξεχνάει, επιλήσμονας, [[ξεχασιάρης]]· με γεν., αυτός που λησμονεί [[κάτι]] ή κάποιον, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., η [[κατάσταση]] του λήθαργου, [[πολύ]] [[βαθύς]] ύπνος, [[νάρκη]], [[κώμα]], σε Αριστ.
}}
}}