λυτός: Difference between revisions

369 bytes added ,  31 December 2018
5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λυτός]], -ή, -όν) [[λύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]] από [[δεσμά]], λυμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βάζω]] λυτούς και δεμένους» — [[καταβάλλω]] [[κάθε]] δυνατή [[προσπάθεια]], [[χρησιμοποιώ]] όλα τα [[μέσα]]<br /><b>μσν.</b><br />απαλλαγμένος από [[καταδίκη]], [[δέσμευση]] ή [[υποχρέωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να λυθεί από κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαλύσει [[κάποιος]] εύκολα, [[ευδιάλυτος]]<br /><b>3.</b> (για [[επιχείρημα]]) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυτά</i> (Μ)<br />ελεύθερα, [[χωρίς]] [[δέσμευση]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λυτός]], -ή, -όν) [[λύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]] από [[δεσμά]], λυμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βάζω]] λυτούς και δεμένους» — [[καταβάλλω]] [[κάθε]] δυνατή [[προσπάθεια]], [[χρησιμοποιώ]] όλα τα [[μέσα]]<br /><b>μσν.</b><br />απαλλαγμένος από [[καταδίκη]], [[δέσμευση]] ή [[υποχρέωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να λυθεί από κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διαλύσει [[κάποιος]] εύκολα, [[ευδιάλυτος]]<br /><b>3.</b> (για [[επιχείρημα]]) αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυτά</i> (Μ)<br />ελεύθερα, [[χωρίς]] [[δέσμευση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῠτός:''' -ή, -όν ([[λύω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να λύσει [[κάποιος]], να ανατρέψει σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για λογικά επιχειρήματα, ανασκευάσιμος, [[ανατρέψιμος]], σε Αριστ.
}}
}}