3,274,498
edits
(23) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[μαίνομαι]])<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[μανιώδης]], κατέχομαι από [[μανία]] («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] πολύ οργισμένος, [[πνέω]] μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξεσπώ]] ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη [[ορμή]], [[μανιάζω]] (α. «μαίνεται η [[θύελλα]]» β. «ὡς ὅτ'... ὀλοὸν πῡρ οὔρεσι μαίνηται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ. και παθ. αορ. ως επίθ.) <i>μαινόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>) και <i>μανείς</i>, -<i>εῑσα</i>, -<i>έν</i><br />[[παράφρων]], [[τρελός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[μέχρι]] μανίας («καὶ πίστευσον, ἐμάνην το, καὶ [[θέλω]] νὰ τὸ [[φάγω]]», Πρόδρ.)<br /><b>2.</b> [[απεχθάνομαι]], [[μισώ]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε βακχική [[έκσταση]] («ταύτας τὰς γυναῑκας ἱερὰς [[εἶναι]] καὶ Διονύσῳ μαίνεσθαι λέγουσιν», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[ένθεος]], εμπνέομαι, καταλαμβάνομαι από το [[θείο]] («καὶ ὑπὸ τοῡ θεοῡ μαίνεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως ενεργ.) <i>μαίνω</i><br />[[κάνω]] κάποιον τρελό («ὅτι σε [[κρίσις]] ἔμηνε θεᾱν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ μαίνεσθαι</i><br />[[μανία]], [[παραφροσύνη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄμπελος]] [[μαινομένη]]» — το [[αμπέλι]] που δεν σταματά [[ποτέ]] να καρποφορεί<br />β) «[[οἶνος]] μαινόμενος» — πολύ δυνατό [[κρασί]]<br />γ) «μαινόμενα ἕλκη» — κακοήθεις πληγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μαίνομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μαν</i>-<i>jομαι</i>, με [[επένθεση]] του -<i>j</i>-) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>man</i>- της ΙΕ ρίζας <i>men</i>- «[[σκέπτομαι]], [[διαλογίζομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>manyate</i> και αβεστ. <i>mainyeite</i> «[[μεριμνώ]], [[διαλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]]», ιρλδ. (<i>do</i>) <i>muiniur</i> «[[θεωρώ]], [[σκέπτομαι]]», αρχ. σλαβ. <i>m</i><i>ī</i><i>njo</i> και λιθουαν. <i>miniu</i> «[[διαλογίζομαι]]»). Από ό,τι φαίνεται, το ρ. [[μαίνομαι]] εξελίχθηκε πολύ [[νωρίς]] από τη γενική σημ. «[[σκέπτομαι]], [[διαλογίζομαι]]» στη σημ. της έκστασης, της μανίας. Έχει, [[τέλος]], διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[μαίνομαι]] συνδέεται με τη λ. [[μένος]], παρ' όλο που ο τ. αυτός έχει περισσότερο τη σημ. «πολεμική [[μανία]]» (<b>[[πρβλ]].</b> το [[χωρίο]], από την [[Ιλιάδα]]: «ἀλλ' ὅδε [[λίην]] / μαίνεται οὐδὲ τίς οἱ δύναται [[μένος]] ἰσοφαρίζειν»), και με το ρ. [[μιμνήσκω]]. Το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με σιγμόληκτο [[θέμα]] σε [[σύνθετα]] του τύπου -<i>μανής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαινάδα]](-<i>άς</i>), [[μανία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαινόλης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β'συνθετικό) <i>εκμαίνομαι</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιμαίνομαι]], [[απομαίνομαι]], [[εμμαίνομαι]], <i>επιμαίνομαι</i>, [[καταμαίνομαι]], [[παραμαίνομαι]], [[παρεμμαίνομαι]], [[περιμαίνομαι]], [[προσεκμαίνομαι]], [[συμμαίνομαι]], [[υπερμαίνομαι]], [[υπομαίνομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αυτομαίνομαι</i>]. | |mltxt=(AM [[μαίνομαι]])<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[μανιώδης]], κατέχομαι από [[μανία]] («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] πολύ οργισμένος, [[πνέω]] μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξεσπώ]] ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη [[ορμή]], [[μανιάζω]] (α. «μαίνεται η [[θύελλα]]» β. «ὡς ὅτ'... ὀλοὸν πῡρ οὔρεσι μαίνηται», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. ενεστ. και παθ. αορ. ως επίθ.) <i>μαινόμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>) και <i>μανείς</i>, -<i>εῑσα</i>, -<i>έν</i><br />[[παράφρων]], [[τρελός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] [[μέχρι]] μανίας («καὶ πίστευσον, ἐμάνην το, καὶ [[θέλω]] νὰ τὸ [[φάγω]]», Πρόδρ.)<br /><b>2.</b> [[απεχθάνομαι]], [[μισώ]] κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βρίσκομαι σε βακχική [[έκσταση]] («ταύτας τὰς γυναῑκας ἱερὰς [[εἶναι]] καὶ Διονύσῳ μαίνεσθαι λέγουσιν», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[ένθεος]], εμπνέομαι, καταλαμβάνομαι από το [[θείο]] («καὶ ὑπὸ τοῡ θεοῡ μαίνεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως ενεργ.) <i>μαίνω</i><br />[[κάνω]] κάποιον τρελό («ὅτι σε [[κρίσις]] ἔμηνε θεᾱν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> (το έναρθρο απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ μαίνεσθαι</i><br />[[μανία]], [[παραφροσύνη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄμπελος]] [[μαινομένη]]» — το [[αμπέλι]] που δεν σταματά [[ποτέ]] να καρποφορεί<br />β) «[[οἶνος]] μαινόμενος» — πολύ δυνατό [[κρασί]]<br />γ) «μαινόμενα ἕλκη» — κακοήθεις πληγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μαίνομαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μαν</i>-<i>jομαι</i>, με [[επένθεση]] του -<i>j</i>-) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>man</i>- της ΙΕ ρίζας <i>men</i>- «[[σκέπτομαι]], [[διαλογίζομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>manyate</i> και αβεστ. <i>mainyeite</i> «[[μεριμνώ]], [[διαλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]]», ιρλδ. (<i>do</i>) <i>muiniur</i> «[[θεωρώ]], [[σκέπτομαι]]», αρχ. σλαβ. <i>m</i><i>ī</i><i>njo</i> και λιθουαν. <i>miniu</i> «[[διαλογίζομαι]]»). Από ό,τι φαίνεται, το ρ. [[μαίνομαι]] εξελίχθηκε πολύ [[νωρίς]] από τη γενική σημ. «[[σκέπτομαι]], [[διαλογίζομαι]]» στη σημ. της έκστασης, της μανίας. Έχει, [[τέλος]], διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι το ρ. [[μαίνομαι]] συνδέεται με τη λ. [[μένος]], παρ' όλο που ο τ. αυτός έχει περισσότερο τη σημ. «πολεμική [[μανία]]» (<b>[[πρβλ]].</b> το [[χωρίο]], από την [[Ιλιάδα]]: «ἀλλ' ὅδε [[λίην]] / μαίνεται οὐδὲ τίς οἱ δύναται [[μένος]] ἰσοφαρίζειν»), και με το ρ. [[μιμνήσκω]]. Το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό με σιγμόληκτο [[θέμα]] σε [[σύνθετα]] του τύπου -<i>μανής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μαινάδα]](-<i>άς</i>), [[μανία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαινόλης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β'συνθετικό) <i>εκμαίνομαι</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιμαίνομαι]], [[απομαίνομαι]], [[εμμαίνομαι]], <i>επιμαίνομαι</i>, [[καταμαίνομαι]], [[παραμαίνομαι]], [[παρεμμαίνομαι]], [[περιμαίνομαι]], [[προσεκμαίνομαι]], [[συμμαίνομαι]], [[υπερμαίνομαι]], [[υπομαίνομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αυτομαίνομαι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μαίνομαι:''' (από √<i>ΜΑΝ</i>), μέλ. <i>μᾰνοῦμαι</i> και <i>μᾰνήσομαι</i>, παρακ. με [[σημασία]] ενεστ. [[μέμηνα]], σε Παθ. [[μορφή]] [[μεμάνημαι]] [ᾰ]· Παθ. αόρ. βʹ [[ἐμάνην]], μτχ. <i>μᾰνείς</i>, απαρ. <i>μᾰνῆναι</i>, Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἐμήναο</i>, [[μήνατο]], <i>μηνάμενος</i>· <b>I.1.</b> [[μανιάζω]], είμαι [[έξαλλος]], σε Όμηρ.· ὁ [[μανείς]], ο [[τρελός]], σε Σοφ.· είμαι [[εκτός]] ορίων από [[οινοποσία]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τη Βακχική [[μανία]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· ὑπὸ τοῦ θεοῦ [[μαίνομαι]], οδηγούμαι στην [[τρέλα]] από τον θεό, σε Ηρόδ.· <i>τὸ μαίνεσθαι</i>, [[τρέλα]], σε Σοφ.· [[πλεῖν]] ἢ [[μαίνομαι]], περισσότερο κι από την [[τρέλα]], σε Αριστοφ.· με σύστ. αντ., <i>μεμηνὼς οὐ σμικρὰν νόσον</i>, [[τρελός]] σε [[βαριά]] [[μορφή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[φωτιά]], είμαι [[έξαλλος]], [[οργιάζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, [[μαινομένη]] [[ἐλπίς]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.· [[ἔρις]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ. αόρ. αʹ [[ἔμηνα]], με μτβ. [[σημασία]], [[οδηγώ]] στην [[τρέλα]], [[βγάζω]] [[εκτός]] ορίων, σε Ευρ., Ξεν. | |||
}} | }} |