μακρόπνοος: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>βλ.</b> [[μακρόπνους]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>βλ.</b> [[μακρόπνους]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μακρόπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που παίρνει [[βαθιά]] [[ανάσα]], αυτός που παρατείνεται για [[πολύ]] χρόνο, σε Ευρ.
}}
}}