3,274,917
edits
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαντικός]], -ή, -όν) [[μάντης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη ή στη [[μαντεία]], [[προφητικός]] (α. «μαντικὸν [[γένος]]» — οι μάντεις, <b>Σοφ.</b><br />β. «φῆμαι μαντικαί» — προφητικοί λόγοι, <b>Σοφ.</b><br />γ. «μαντικὴ [[ἐπίπνοια]]» — προφητική [[έμπνευση]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μαντική]] [[τέχνη]]» — η [[μαντική]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με μάντη, αυτός που μπορεί να μαντεύσει («τά γε τοιαῡτα πολὺ μαντικώτεροι ὑμῶν oἱ γεωργοί», <b>Ησίοδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαντικώς</i> και -<i>ά</i> (AM μαντικῶς)<br />με μαντικό τρόπο, με τον τρόπο του μάντη. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[μαντικός]], -ή, -όν) [[μάντης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη ή στη [[μαντεία]], [[προφητικός]] (α. «μαντικὸν [[γένος]]» — οι μάντεις, <b>Σοφ.</b><br />β. «φῆμαι μαντικαί» — προφητικοί λόγοι, <b>Σοφ.</b><br />γ. «μαντικὴ [[ἐπίπνοια]]» — προφητική [[έμπνευση]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μαντική]] [[τέχνη]]» — η [[μαντική]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με μάντη, αυτός που μπορεί να μαντεύσει («τά γε τοιαῡτα πολὺ μαντικώτεροι ὑμῶν oἱ γεωργοί», <b>Ησίοδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαντικώς</i> και -<i>ά</i> (AM μαντικῶς)<br />με μαντικό τρόπο, με τον τρόπο του μάντη. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μαντικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που προέρχεται από ή αναφέρεται σε μάντη ή στην [[τέχνη]] του, [[προφητικός]], [[χρησμώδης]], στους Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> ἡ μαντικὴ [[τέχνη]], = [[μαντεία]], [[ικανότητα]] για [[χρησμοδοσία]], [[προφητεία]], σε Σοφ.· ομοίως, <i>ἡμαντική</i> ([[χωρίς]] το [[τέχνη]]), σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει όψη προφήτη, οιωνοσκόπου, σε Πλάτ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |