λυσίκακος: Difference between revisions

5
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυσίκακος]], -ον (Α)<br />αυτός που απαλλάσσει από τις συμφορές («[[λυσίκακος]] [[ὕπνος]]», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κακός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλεξί</i>-<i>κακος</i>, <i>αρχέ</i>-<i>κακος</i>)].
|mltxt=[[λυσίκακος]], -ον (Α)<br />αυτός που απαλλάσσει από τις συμφορές («[[λυσίκακος]] [[ὕπνος]]», <b>Θέογν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κακός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλεξί</i>-<i>κακος</i>, <i>αρχέ</i>-<i>κακος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῡσίκᾰκος:''' [ῐ], -ον ([[κακόν]]), αυτός που σταματάει το [[κακό]], σε Θέογν.
}}
}}