ματαιολόγος: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ματαιολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλάει άσκοπα και ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
|mltxt=[[ματαιολόγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλάει άσκοπα και ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάταιος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰταιολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που μιλάει [[μάταια]], στο βρόντο, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}