μεθέπω: Difference between revisions

1,308 bytes added ,  31 December 2018
5
(24)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεθέπω]] (Α)<br />(μόνο ποιητ., [[ιδίως]] επικ.)<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] [[πίσω]] από κάποιον, τον [[ακολουθώ]] από [[κοντά]], [[πλησιάζω]] («ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[ακολουθώ]] κάποιον με τα μάτια μου («ἡνίοχον μέθεπε θρασύν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ζητώ]], [[αναζητώ]] κάποιον με ζήλο, [[πηγαίνω]] να τον βρω<br /><b>4.</b> [[πηγαίνω]] σε [[επίσκεψη]], [[επισκέπτομαι]] («[[νέον]] μεθέπεις», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[ασχολούμαι]] με ζήλο, καταπιάνομαι με [[κάτι]]<br /><b>6.</b> απασχολούμαι σε μια [[εργασία]] («γεωπονίην μεθέπειν» Ψ-Φωκυλ.)<br /><b>7.</b> (με [[διπλή]] αιτ.) [[οδηγώ]] κάποιον [[εναντίον]] κάποιου άλλου («[[αἶψα]] δὲ Τυδεΐδην μέθεπε καρτερώνυχας ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] εις [[πέρας]], [[αποτελειώνω]] («ψεῡδος μεθέπειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεθέπομαι</i><br />(με δοτ. [[ακολουθώ]], [[συμφωνώ]], [[υπακούω]] («οὔ σοι μὴ μεθέψομαί ποτε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄχθος]] νώτῳ [[μεθέπω]]» — [[φέρω]] [[βάρος]], [[κομίζω]] [[φορτίο]] [[πάνω]] στη [[ράχη]] μου, <b>Πίνδ.</b><br />β) «μοῡσαν [[μεθέπω]]» — [[θεραπεύω]] [[μούσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἕπω</i>].
|mltxt=[[μεθέπω]] (Α)<br />(μόνο ποιητ., [[ιδίως]] επικ.)<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] [[πίσω]] από κάποιον, τον [[ακολουθώ]] από [[κοντά]], [[πλησιάζω]] («ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[ακολουθώ]] κάποιον με τα μάτια μου («ἡνίοχον μέθεπε θρασύν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[ζητώ]], [[αναζητώ]] κάποιον με ζήλο, [[πηγαίνω]] να τον βρω<br /><b>4.</b> [[πηγαίνω]] σε [[επίσκεψη]], [[επισκέπτομαι]] («[[νέον]] μεθέπεις», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[ασχολούμαι]] με ζήλο, καταπιάνομαι με [[κάτι]]<br /><b>6.</b> απασχολούμαι σε μια [[εργασία]] («γεωπονίην μεθέπειν» Ψ-Φωκυλ.)<br /><b>7.</b> (με [[διπλή]] αιτ.) [[οδηγώ]] κάποιον [[εναντίον]] κάποιου άλλου («[[αἶψα]] δὲ Τυδεΐδην μέθεπε καρτερώνυχας ἵππους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>8.</b> [[φέρω]] [[κάτι]] εις [[πέρας]], [[αποτελειώνω]] («ψεῡδος μεθέπειν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεθέπομαι</i><br />(με δοτ. [[ακολουθώ]], [[συμφωνώ]], [[υπακούω]] («οὔ σοι μὴ μεθέψομαί ποτε», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄχθος]] νώτῳ [[μεθέπω]]» — [[φέρω]] [[βάρος]], [[κομίζω]] [[φορτίο]] [[πάνω]] στη [[ράχη]] μου, <b>Πίνδ.</b><br />β) «μοῡσαν [[μεθέπω]]» — [[θεραπεύω]] [[μούσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἕπω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεθέπω:''' παρατ. <i>μεθεῖπον</i>, Επικ. <i>-επον</i>, μέλ. <i>-έψω</i>, αόρ. βʹ <i>μετ-έσπον</i>, απαρ. <i>μετασπεῖν</i>, μτχ. <i>-σπών</i>, Μέσ. -[[σπόμενος]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακολουθώ]], [[παρακολουθώ]], [[ακολουθώ]] από κοντά, σε Όμηρ.· ομοίως στη Μέσ., [[μετασπόμενος]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., <i>μεθέψομαί σοι</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[παρακολουθώ]] με τα μάτια, [[αναζητώ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> [[επισκέπτομαι]], <i>[[νέον]] μεθέπεις;</i> [[τώρα]] ήλθες να μας επισκεφθείς; σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., [[καταδιώκω]], έχω στραμμένη την [[προσοχή]] μου, σε Πίνδ.· [[ἄχθος]] μεθέπων, [[κουβαλώ]] ένα δυσβάστακτο [[βάρος]], στον ίδ.· ΙI. μτβ. με [[διπλή]] αιτ., <i>Τυδεΐδην μέθεπε ἵππους</i>, έστρεψε τα άλογα στην [[καταδίωξη]] του Τυδεΐδη, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}