μεμηχανημένως: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεμηχανημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πανούργο τρόπο, δόλια («[[μεμηχανημένως]] ὑβριζόμεθα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεμηχανημένος</i>, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. <i>μηχανῶμαι</i>].
|mltxt=[[μεμηχανημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πανούργο τρόπο, δόλια («[[μεμηχανημένως]] ὑβριζόμεθα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεμηχανημένος</i>, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. <i>μηχανῶμαι</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεμηχᾰνημένως:''' επίρρ. από μτχ. παρακ. του [[μηχανάομαι]], με στρατηγικό [[τέχνασμα]], σε Ευρ.
}}
}}