μεταμώνιος: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταμώνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μάταιος]], [[ανωφελής]] («τὰ δὲ [[πάντα]] θεοὶ μεταμώνια θεῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρθηκε [[ψηλά]] και διασκορπίστηκε από τον άνεμο, [[ανεμοφόρητος]] («[[κονία]] [[μεταμώνιος]] ἀέρθη», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται άμεσα με το επίθ. [[ἀνεμώλιος]] «[[ανώφελος]]» και σχηματίστηκε από το <i>μετανεμώνιος</i> (με σίγηση της συλλαβής -<i>νε</i>- [[κατά]] το [[φαινόμενο]] της απλολογίας) πιθ. <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>μετ</i>' <i>ἀνέμων</i>].
|mltxt=[[μεταμώνιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μάταιος]], [[ανωφελής]] («τὰ δὲ [[πάντα]] θεοὶ μεταμώνια θεῑεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρθηκε [[ψηλά]] και διασκορπίστηκε από τον άνεμο, [[ανεμοφόρητος]] («[[κονία]] [[μεταμώνιος]] ἀέρθη», <b>Σιμων.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται άμεσα με το επίθ. [[ἀνεμώλιος]] «[[ανώφελος]]» και σχηματίστηκε από το <i>μετανεμώνιος</i> (με σίγηση της συλλαβής -<i>νε</i>- [[κατά]] το [[φαινόμενο]] της απλολογίας) πιθ. <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>μετ</i>' <i>ἀνέμων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετᾰμώνιος:''' -ον ([[ἄνεμος]]),·<br /><b class="num">I.</b> ο γεννημένος από τον άνεμο, <i>τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνιοι θεῖεν</i>, [[μακάρι]] οι θεοί να σκόρπιζαν όλα αυτά στους ανέμους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς [[κόρακας]] βαδιεῖ [[μεταμώνιος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[άχρηστος]], [[μάταιος]], [[άσκοπος]], <i>μεταμώνια νήματα</i>, [[μάταια]] υφασμένοι ιστοί, σε Ομήρ. Οδ.· <i>μεταμώνια βάζειν</i>, [[μιλώ]] άσκοπα, στον ίδ.
}}
}}