μελίφρων: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελίφρων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, [[ευχάριστος]], [[τερπνός]] («εὖτ' ἄν σε [[μελίφρων]] [[ὕπνος]] ἀνίῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το [[μέλι]] ή αυτός που εφεύρε το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαλακό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=[[μελίφρων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, [[ευχάριστος]], [[τερπνός]] («εὖτ' ἄν σε [[μελίφρων]] [[ὕπνος]] ἀνίῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το [[μέλι]] ή αυτός που εφεύρε το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαλακό</i>-<i>φρων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που με τη γλυκύτητά του τέρπει τον νου, [[τερπνός]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
}}