μήκων: Difference between revisions

150 bytes added ,  31 December 2018
5
(25)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[μήκων]], -ωνος, δωρ. τ. [[μάκων]], ή)<br />αρχαία και [[λόγια]] [[ονομασία]] ορισμένων ειδών του γένους [[παπάβερ]], το οποίο [[σήμερα]] [[είναι]] γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[παπαρούνα]] και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες ουσίες (α. «[[μήκων]] ἡ [[ῥοιάς]]» β. «[[μήκων]] ἡ [[ἀγρία]]» γ. «[[μήκων]] ή ύπνοφόρος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[τιθύμαλλος]] ή [[τιθυμαλλίς]], κν. [[σήμερα]] [[γαλατσίδα]]<br /><b>2.</b> αρχιτεκτονικό [[κόσμημα]] όμοιο με τη μήκωνα [[κατά]] το [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> η [[μελανοφόρος]] [[κύστη]] της σουπιάς και άλλων όμοιων [[μαλακίων]]<br /><b>4.</b> τα περιττώματα τών οστρακοδέρμων<br /><b>5.</b> [[είδος]] μεταλλικής άμμου<br /><b>6.</b> το εσωτερικό [[μέρος]] του αφτιού<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «μήκωνος [[ὀπός]]» — το όπιο<br />β) «[[μήκων]] [[ἀφρώδης]]» — το [[φυτό]] [[πέπλος]]<br />γ) «[[μήκων]] ἡ [[ἀγρία]]» — η αγρεμώνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μήκων]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[βλήχων]]) συνδέεται με ονόματα της γερμ. και σλαβ. τα οποία σημαίνουν «[[παπαρούνα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. άνω γερμ. <i>maho</i> και <i>mago</i>, αρχ. σλαβ. <i>makŭ</i> <b>κ.ά.</b>). Η [[ποικιλία]] στη [[μορφή]] που παρατηρείται στους προηγούμενους τ. οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για ανεξάρτητα δάνεια, πιθ. από κάποια μεσογειακή [[γλώσσα]]. Την [[υπόθεση]] αυτή ενισχύει το [[γεγονός]] ότι η [[παπαρούνα]] [[είναι]] μεσογειακό [[φυτό]]].
|mltxt=ο, η (Α [[μήκων]], -ωνος, δωρ. τ. [[μάκων]], ή)<br />αρχαία και [[λόγια]] [[ονομασία]] ορισμένων ειδών του γένους [[παπάβερ]], το οποίο [[σήμερα]] [[είναι]] γνωστό με την [[κοινή]] [[ονομασία]] [[παπαρούνα]] και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες ουσίες (α. «[[μήκων]] ἡ [[ῥοιάς]]» β. «[[μήκων]] ἡ [[ἀγρία]]» γ. «[[μήκων]] ή ύπνοφόρος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[τιθύμαλλος]] ή [[τιθυμαλλίς]], κν. [[σήμερα]] [[γαλατσίδα]]<br /><b>2.</b> αρχιτεκτονικό [[κόσμημα]] όμοιο με τη μήκωνα [[κατά]] το [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> η [[μελανοφόρος]] [[κύστη]] της σουπιάς και άλλων όμοιων [[μαλακίων]]<br /><b>4.</b> τα περιττώματα τών οστρακοδέρμων<br /><b>5.</b> [[είδος]] μεταλλικής άμμου<br /><b>6.</b> το εσωτερικό [[μέρος]] του αφτιού<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «μήκωνος [[ὀπός]]» — το όπιο<br />β) «[[μήκων]] [[ἀφρώδης]]» — το [[φυτό]] [[πέπλος]]<br />γ) «[[μήκων]] ἡ [[ἀγρία]]» — η αγρεμώνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μήκων]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[βλήχων]]) συνδέεται με ονόματα της γερμ. και σλαβ. τα οποία σημαίνουν «[[παπαρούνα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. άνω γερμ. <i>maho</i> και <i>mago</i>, αρχ. σλαβ. <i>makŭ</i> <b>κ.ά.</b>). Η [[ποικιλία]] στη [[μορφή]] που παρατηρείται στους προηγούμενους τ. οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για ανεξάρτητα δάνεια, πιθ. από κάποια μεσογειακή [[γλώσσα]]. Την [[υπόθεση]] αυτή ενισχύει το [[γεγονός]] ότι η [[παπαρούνα]] [[είναι]] μεσογειακό [[φυτό]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μήκων:''' ἡ, Δωρ. [[μάκων]] <i>[ᾱ]</i>, <i>-ωνος</i>, [[παπαρούνα]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
}}
}}